Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, το οποίο εκείνη την εποχή αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το 1883 και όχι το 1881 όπως πιστευόταν κάποτε. Ήταν γιος του Μιχάλη Καζαντζάκη που γεννήθηκε στο χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά) και της Μαρίας και είχε δύο αδελφές.
Στο Ηράκλειο ολοκλήρωσε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά γράμματα, το 1906, δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα "Όφις και Kρίνο" (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη). Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές στα νομικά, στο Παρίσι. Παράλληλα, σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν τις οποίες παρακολουθούσε. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσίευσε αρκετές κριτικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά ενώ εκδόθηκε το 1909 η διατριβή του επί υφηγεσία "Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας". Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο το 1912 υπηρέτησε ως ένθερμος εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Αθήνα και συμμετείχε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή, ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγια του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν.
Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Kαζαντζάκη ως Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, έχοντας ως αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Oι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του "Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται". Τον επόμενο χρόνο, μετά από την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη. Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τις Βουδιστικές γραφές. Επισκέφτηκε ακόμα τη Γερμανία ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, στην Παλαιστίνη, στην Κύπρο και στην Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Η Καθημερινή. Τον Αύγουστο του 1924, ο Καζαντζάκης φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Σ' αυτό το επεισόδιο αναφέρεται ο Παντελής Πρεβελάκης και η Έλλη Αλεξίου.
Το Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της Οδύσσειας. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του "Ταξιδεύοντας" ενώ στο περιοδικό Αναγέννηση δημοσίευσε την "Aσκητική", το φιλοσοφικό του έργο. Τον Ιανουάριο του 1928 πραγματοποίησε ομιλία στην Αθήνα με θέμα την Σοβιετική Ένωση, εξυμνώντας το Σοβιετικό μοντέλο. Για την οργάνωση αυτής της ομιλίας στο θέατρο Αλάμπρα, η οποία κατέληξε σε μία ανοιχτή διαδήλωση, τόσο ο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής Δημήτριος Γλυνός διώχθηκαν δικαστικά, ωστόσο η δίκη τους τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Τον Απρίλιο, ο Kαζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη Ρωσία όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση. Το Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα της Τσεχοσλοβακίας όπου ολοκλήρωσε στα γαλλικά τα μυθιστορήματα "Toda-Raba" (μετονομασία του αρχικού τίτλου "Moscou a crie") και "Kapetan Elia". Τα έργα αυτά, εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος "Toda-Raba" κυκλοφόρησε με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν.
To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός Γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη "Θεία Κωμωδία του Δάντη", έγραψε ένα μέρος των ωδών που αργότερα ενσωματώθηκαν στις "Τερτσίνες" (1960) ενώ αργότερα ταξίδεψε στην Iσπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Το 1938 ολοκλήρωσε την "Οδύσσεια", ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της Οδύσσειας του Ομήρου, αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Για το έργο αυτό, ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν την τελική του μορφή, προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Η πρώτη αυτοέκδοση της "Οδύσσειας" έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1938, με χρήματα της αμερικανίδας Joe MacLeod. Το ίδιο διάστημα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά ενώ το μυθιστόρημά του "Ο Βραχόκηπος", που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή.
Κατά την περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της "Ιλιάδας". Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή. Διετέλεσε πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμά του μετά από την ένωση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νομπελ. Την πρώτη απ' την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον είχε Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO, αναλαμβάνοντας ως αποστολή, την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο τη γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για το σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου, συμπεριλαμβανομένων των μυθιστορημάτων "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", "Ο Αλέξης Ζορμπάς" και "ο Καπετάν Μιχάλης". Ο Καζαντζάκης έγραψε τον "Ζορμπά" το 1943, ο οποίος εκδόθηκε στη Σουηδία το Φλεβάρη του 1947 και τον Αύγουστο του ίδιου έτους στο Παρίσι.
Το 1952 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι, ωστόσο τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει στην Αντίμπ, στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία επιχειρούσε τη δίωξή του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα του "Kαπετάν Mιχάλη" και ολόκληρου του "Τελευταίου Πειρασμού" (1953), ο οποίος δεν είχε ακόμα κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. "Ο Τελευταίος Πειρασμός" καταγράφτηκε και στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση».
Στις αρχές του 1954, δημοσιεύτηκε στη Γαλλία το μυθιστόρημα "Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά", για το οποίο ο Καζαντζάκης βραβεύτηκε, καθώς ανακηρύχθηκε καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. (Το 1947 εκδόθηκε ο "Ζορμπάς" στο Παρίσι, άσχετα αν πήρε το Α΄Βραβείο ξένου μυθιστορήματος το 1954). Το 1955 ανέλαβε μαζί με τον Κακριδή την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, με προσωπικά τους έξοδα ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα "ο Τελευταίος Πειρασμός". Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη.
Μετά από ένα δεύτερο ταξίδι στην Κίνα, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης τον Ιούνιο του 1957, επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία όπου και νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freibourg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου και πέθανε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Εντούτοις, σύμφωνα με μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη 19 χρόνια πριν απ' το θανατό του, το χειμώνα του 1938 ενώ ο θάνατός του αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.
Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να παραμείνει η σορός στην Αθήνα, αλλά το αίτημά της δεν έγινε δεκτό. Έτσι, η σορός μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Η κηδεία έγινε μετά από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων. Τη σορό του συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης. Στον τάφο του χαράχθηκε η επιγραφή: "Δεν ελπίζω τίποτα. Δε φοβούμαι τίποτα. Είμαι λέφτερος".
Πηγή: Wikipedia
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΚΡΗΤΙΚΟΣ