Ο Κρητικός Ιχνηλάτης είναι φυλή (ράτσα) κυνηγητικών σκύλων που απαντάται στην Κρήτη. Θεωρείται μία από τις παλαιότερες κυνηγητικές ράτσες στηνΕυρώπη, με περισσότερα από 4.000 χρόνια ιστορίας.
Καταγωγή και Ιστορία
Καταγωγή
Η καταγωγή του Κρητικού Ιχνηλάτη ως πανάρχαιας φυλής, χάνεται στα βάθη τεσσάρων χιλιετιών. Όπως και η καταγωγή του Ελληνικού Ιχνηλάτη, οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος και κατόπιν οι λαγωνικοί της Μεσογειακής Ευρώπης, κατάγονται από τους πανάρχαιους λαγωνικούς (σκύλους δρόμωνες) της Αιγύπτου. Οι σκύλοι αυτοί ήταν μεγαλόσωμοι, με σπαθάτο και κομψό κορμό, σκέλη υψηλά, λεπτά, αλλά πολύ ισχυρά , με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, τους οποίους χρησιμοποιούσαν στο κυνήγι της γαζέλας, όπως μαρτυρούν οι απεκονίσεις στους τάφους των πρώτων 8 Δυναστειών (2895-2160 π.Χ.) και ιδίως του τάφου του Μέττεν, ο οποίος στην αυλή του μεγάλου βασιλιά Χέοπα της 4ης Δυναστείας (γύρω στο 2720 π.Χ.) είχε το αξίωμα του «Μεγάλου κυνηγού». Οι περίφημοι αυτοί Λαγωνικοί προέρχονταν από 2 στελέχη, αφρικανικής και ασιατικής προέλευσης, τον άγριο Αβησσυνό σκύλο Σίμειο κ.Καμπερού (Κάνις Σιμένσις) και από τον Ασσύριο Λαγωνικό.
Πλην αυτών των μεγαλόσωμων λαγωνικών στην αρχαία Αίγυπτο και μάλιστα πριν από 4-5.000 χρόνια υπήρχε και μια άλλη κυνηγετική φυλή αλλά μικρόσωμη (λίγο μεγαλύτερη από το μισό ύψος των μεγαλόσωμων λαγωνικών), με όρθια αυτιά, κουλουριασμένη ουρά και ρυτίδες στο πρόσωπο, που είχαν τα χαρακτηριστικά του σημερινού αφρικανικού σκύλου Μπασέντζι όπως απεικονίζεται σε τάφους και σε ζωγραφιές πάνω σε βράχους. Τα σκυλιά αυτά οι αρχαιολόγοι τα ονόμασαν «σκυλιά του Χέοπα». Με την πτώση της βασιλείας των Φαραώ, εξαφανίστηκε και αυτή η φυλή. Στα μέσα του περασμένου αιώνα, Άγγλοι που εξερευνούσαν την κεντρική Αφρική, ανακάλυψαν το 1834 σε μερικές φυλές του νοτίου Σουδάν και του Κογκό σκυλιά που έμοιαζαν με τα πανάρχαια σκυλιά του Χέοπα. Από αιώνες η φυλή αυτή ζούσε στην καρδιά της Αφρικής σε απόλυτη καθαροαιμία, χωρίς επιμειξίες και διατήρησε την αρχαία μορφή της. Οι ιθαγενείς την χρησιμοποιούσαν και την χρησιμοποιούν στο κυνήγι. Η φυλή αυτή ονομάζεται Μπασέντζι (ή σκύλος του Κογκό, ή σκύλος βουβός, ή άφωνος).
Είναι σκυλί μικρομεσαίο σε μέγεθος (λίγο ψηλότερο απ' το Κόκερ Σπάνιελ) αλλά πολύ λεπτότερο με εμφάνιση χαριτωμένη, λιπόσαρκη αλλά ισχυρή και ευκίνητη. Χαρακτηριστικά του είναι η σχολαστική καθαριότητά του (γλείφει όλο το τρίχωμα του όπως κάνει ο γάτος), δεν λερώνει ποτέ στο σπίτι, δεν εκπέμπει άσχημη μυρωδιά, καθώς και δεν γαβγίζει. Τα βασικά μορφολογικά του στοιχεία είναι, ύψος 40-43 cm, βάρος 10-11 κιλά,[1] αυτιά όρθια, ουρά με ένα ή δύο δακτυλίδια. Τρίχωμα βραχύ λευκό – υπόξανθο, λευκό – μαύρο, καστανό και τρίχρωμο (μαύρο κοκκινωπό και λευκό). Έχουν εξαιρετικά κυνηγετικά προσόντα. Ακολουθεί με ακρίβεια και σιωπηλά τα ίχνη του τριχωτού θηράματος (Αντιλόπης, λαγού), κυνηγά και το πτερωτό θήραμα και είναι άριστος θηραματοφόρος. Ειδοποιεί τον κυνηγό με την συμπεριφορά του (αφού δεν βγάζει φωνή) για την παρουσία θηρίου. Είναι επίσης πολύ καλό σκυλί συντροφιάς, καθόσον όχι μόνο είναι σκυλί πολύ καθαρό, αλλά και έξυπνο, προσεκτικό, ζωηρό και εύθυμο, και γίνεται μεγάλος φίλος των παιδιών, καθώς και αφοσιώνεται στον κύριο του και στο σπίτι.
Μεταξύ αυτών των δύο αρχαίων φυλών, του Μπασέντζι και του Κρητικού Ιχνηλάτη, παρότι ζουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και χωρίς καμία επικοινωνία, σε εντελώς και από κάθε πλευράς διαφορετικές βιοτικές συνθήκες και έχουν περάσει χιλιετίες, υπάρχουν σημαντικά κοινά σημεία όπως γενική μορφολογική εμφάνιση, οξύληκτο ρύγχος, μαύρο ακρορρίνιο, παρόμοια σκέλη, κυρίως όρθια αυτιά και προπάντων κουλουριασμένη ουρά. Αναφορικά με την ουρά καμία κυνηγετική φυλή της Ευρώπης, τύπου λαγωνικοειδούς η λαγωνικού, ούτε οι πολύ κατά τα άλλα όμοιες με τον Κρητικό Ιχνηλάτη μεσογειακές και νησιώτικες φυλές, Τσιρνέκο και Ποτένκο ιμπιζένκο, έχουν κουλουριασμένη ουρά όπως την έχει διατηρήσει κουλουριασμένη ο Κρητικός Ιχνηλάτης επι χιλιετίες, κληρονομώντας την από τους λαγωνικούς της αρχαίας Αιγύπτου. Όλοι οι λαγωνικοί και λαγωνικοειδείς έχουν μακριά ουρά, κατεβασμένη σχεδόν ευθυτενή ή ελαφρώς κυρτή. Ομοίως και οι λαγωνικοί της αρχαίας Ελλάδος δεν είχαν κουλουριασμένη ουρά.
Εισαγωγή στην Ελλάδα
Την 2η προ Χριστού χιλιετία, ίσως και προγενέστερα, δηλαδή πριν από 4.000 και πλέον χρόνια, οι Κρήτες και αργότερα οι Φοίνικες, μέσω του εμπορίου με την Αίγυπτο εισήγαγαν τον Αιγυπτιακό Λαγωνικό στην Ελλάδα. Ο αρχικός τύπος του Αιγυπτιακού Λαγωνικού προσαρμόστηκε στις εδαφικές και κλιματολογικές συνθήκες της Ελλάδας και εξελίχθηκε στον τύπο των Ελληνικών λαγωνικών, που αναπαρίστανται σε τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας στην Αργολίδα (1500π.χ) πολύ αργότερα σε κρατήρες (Τιμωρία της Άρτεμης, Σκυλιά του Ακταίονα) και αγγειογραφίες, οι οποίοι πλην των άλλων δεν είχαν περιτυλισσόμενη ουρά και γυρισμένη στο πάνω μέρος των γλουτών. Η ουρά τους, αντίθετα, ήταν μακρύτερη, ελεύθερη, ημίκυρτη και σε ορισμένα μαλλιαρή στην κάτω επιφάνεια. Αυτοί οι λαγωνικοί ύστερα από χίλια περίπου χρόνια (κυρίως με διασταυρώσεις) εξελίχθηκαν στους λαγοθήρες ή ιχνηλάτες της εποχής του Ξενοφώντα. Από αυτούς τους ιχνηλάτες κατάγεται ο σημερινός Ελληνικός Ιχνηλάτης (λαγόσκυλο) ο οποίος δεν ανήκει πλέον στον λαγωνικό η λαγωνικοειδή τύπο, αλλά στον Βρακχοειδή (πράκ), στον οποίο ανήκουν τα πλείστα λαγόσκυλα και όλα ταπουλόσκυλα.
Κατά την ρωμαϊκή κατοχή του Ελληνικού χώρου, Ελληνικά σκυλιά (και όχι μόνο κυνηγετικά) είχαν μεταφερθεί στην Ιταλία, Γαλλία, (Γαλατία), Ελβετία, όπου ομοίως εξελίχθηκαν στους σημερινούς ιχνηλάτες (Ιταλικός. ιχνηλάτης «σεγκούτσιο», Ελβ. Ιχνηλάτης Ιούρα τύπου υπομέλανος κ.λ.π) οι οποίοι μοιάζουν αρκετά με τον Ελληνικό Ιχνηλάτη.
Πλην των μεγαλόσωμων λαγωνικών της Τύρινθας της εποχής του Ακταίονα υπήρχε και ένας μικρο-μετριόσωμος λαγωνικός, ο περίφημος Λακωνικός σκύλος, που χαρακτηριζόταν ο καλύτερος κυνηγετικός σε όλη την Ελλάδα. Δεν αποκλείεται οι δύο αυτοί τύποι λαγωνικών, διαφορετικοί κυρίως στο ανάστημα να διασταυρώθηκαν μεταξύ τους και να δημιούργησαν ένα μετριόσωμο λαγωνικό τύπο αρχικά ο οποίος με την παρέλευση των αιώνων εξελίχθηκε στον σημερινό Ελληνικό Ιχνηλάτη.
Οι Λαγωνικοί της Αιγύπτου, όπως ελέχθη μεταφέρθηκαν στην Κρήτη από τους εμπόρους της εποχής (Κρήτες, Φοίνικες) όπως έγινε από τον ίδιο χώρο και στην νότια ηπειρωτική Ελλάδα. Όμως μεταξύ των εισαγωγών αυτών, υπάρχει διαφορά κυρίως ως προς το ανάστημα των εισαγομένων λαγωνικών. Συγκεκριμένα στην ηπειρωτική Ελλάδα εισάγονταν γενικά ψηλόσωμοι λαγωνικοί οι οποίοι ως μακροσκελείς και ταχύποδες και με το σπαθάτο σώμα, ανέπτυσσαν μεγάλη ταχύτητα στις ανοικτές πεδιάδες και συχνά άρπαζαν το λαγό στο τρέξιμο, αφού κυνηγούσαν με την όραση και όχι με τηνόσφρηση. Είχαν επίσης μεγάλη μυϊκή δύναμη και έτσι ανταπεξέρχονταν επιτυχώς στο κυνήγι του αγριόχοιρου καθώς και του λύκου (όπως τον κυνηγούν ο σημερινός ρώσικος λυκοθήρας – μπορζόι και ο Ιρλανδικός λυκοθήρας- γουλφχάουντ). Παρατηρώντας τις τοιχογραφίες των ανακτόρων της Τίρυνθας και συγκρίνοντας το ανάστημα των λαγωνικών εκείνων με το ανάστημα των κυναγωγών τους, θα πρέπει να είχαν ύψος που θα έφτανε τα 90 εκ. δηλαδή ανώτερο από των υψηλότερων λαγωνικών.
Στην Κρήτη
Στην Κρήτη αντίθετα κυρίως μετά (τις κατά πάσα πιθανότητα) πρώτες ανεπιτυχείς εισαγωγές ψηλόσωμων λαγωνικών, συνέχισαν να φέρνουν κατά το πλείστον (τουλάχιστον) μικρόσωμα σκυλιά που ανήκαν στην προλεχθείσα φυλή των λεγομένων «σκυλιών του Χέοπα» και την σημερινή Μπασέντζι. Η εκδοχή αυτή στηρίζεται στα εξής:
- Η μαρτυρία του αγαλματιδίου μικρόσωμου σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου, με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη ουρά, που μοιάζει με το Μπασέντζι και το σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη.
- Το κατά το πλείστον ορεινό και τραχύ και προπάντων βραχώδες και κρημνώδες έδαφος της Κρήτης είναι εντελώς ακατάλληλο για τον ορμητικό και ταχύτατο καλπασμό των μακρόποδων λαγωνικών.
- Δεν υπήρχαν λύκοι, ούτε αλεπούδες, για την δίωξή τους, αλλά και αν υπήρχαν, θα προστατεύονταν στα αφιλόξενα και επικίνδυνα για τους λαγωνικούς ορεινά εδάφη.
- Ακόμη πιο δύσκολα θα ήταν να κυνηγηθούν οι κρητικοί αίγαγροι, διότι, όχι μόνο διαβιούν σε ψηλά βραχώδη και κρημνώδη μέρη, αλλά, κυνηγημένοι, ανεβαίνουν σε ψηλότερα και απρόσιτα εδάφη, πηδώντας από τον ένα βράχο στον άλλο ή περνώντας γρήγορα από δύσβατους κρημνούς.
Κατόπιν αυτών, γίνεται φανερό ότι στην Κρήτη, λόγω των εδαφικών θηραματικών και γενικότερα περιβαλλοντικών συνθηκών, δεν ήταν εύκολο να ευδοκιμήσουν οι μεγαλόσωμοι λαγωνικοί, οι οποίοι, κατά συνέπεια γρήγορα εξαφανίστηκαν, αφού δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν από τους Κρήτες κυνηγούς. Αναπτύχθηκαν οι μικρομετριόσωμοι λαγωνικοί τύπου Μπασέντζι (όπως απεικονίζεται στο αγαλματίδιο του μουσείου Ηρακλείου), οι οποίοι, διατηρώντας βασικά στοιχεία του αρχαίου τύπου (όρθια αυτιά περιτυλισσόμενη ουρά κ.λ.π), με την πάροδο των αιώνων εξελίχθηκαν στο σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη.
Ο Κρητικός ιχνηλάτης επί 4000 χρόνια διαμορφώθηκε και εξελίχθηκε ανταποκρινόμενος πλήρως στις εδαφοκλιματολογικές συνθήκες και θηραματικές συνθήκες της μεγαλονήσου, έχοντας αποκτήσει ισχυρή όσφρηση και ιχνηλασία, χωρίς να χάσει την λαγωνικοειδή μορφολογία του, όπως έγινε με τον Ελληνικό ιχνηλάτη, που έγινε βρακχοειδής τύπος λόγω της πολύ ευρύτερης κυκλοφορίας του στην Ηπειρωτική Ελλάδα και επικοινωνίας του με άλλες φυλές σκύλων. Η διατήρηση του λαγωνικοειδούς τύπου του οφείλεται στην νησιωτική απομόνωση του και στην διαβίωση του στις ορεινές περιοχές της ενδοχώρας, όπου δεν ήταν εύκολο να διασταυρωθούν με σκυλιά διαφορετικών φυλών, εκτός από τυχαίες διασταυρώσεις με ποιμενόσκυλα των ορεσίβιων κτηνοτρόφων. Ομοίως διατήρησαν το λαγωνικοειδή τύπο οι συγγενείς με τον κρητικό ιχνηλάτη ξένες νησιωτικές φυλές, Τσιρνέκο της Σικελίας και το Ποτέγκο ιμπιζενγκο των Βαλεαρίδων νήσων.
Στα αρχαία κείμενα
Από την αρχαία εποχή, ο Kρητικός Iχνηλάτης, λόγω της νησιωτικής απομόνωσης του παρά τα άριστα κυνηγετικά προσόντα του, ιδίως στα ορεινά εδάφη, δεν ήταν γνωστός στην ηπειρωτική Ελλάδα, συνεπώς ελάχιστα, σχεδόν μηδαμινά, αναφέρονται για τον κρητικό σκύλο σε αρχαία ελληνικά κείμενα. Πρώτος ο Ξενοφώντας απλώς σημειώνει για την φυλή αυτή μεταξύ μερικών άλλων φυλών στον «Kυνηγετικό» του: «Προς δε τον ην τον άγριων κέκτησθε κύνας Iνδικάς, Kρητικάς, Λοκρίδας, Λάκαινας, άρκυς, ακόντια (κεφ.χ)»[2]. Στο απόσπασμα αυτό του «Kυνηγετικού» αναφέρεται ότι για τοναγριόχοιρο θα χρησιμοποιούνται σκύλοι Iνδικοί, Kρητικοί, Λοκρίδας και Λάκωνες. O ίδιος ο Ξενοφών υποδιαίρεσε στοιχειωδώς τα κυνηγετικά σκυλιά (που όλα ήσαν καταδιωκτικά) σε δύο τύπους: «τα δε γένη δισσά, Aι μεν Kαστοριά, αι δε αλωπεκίες»[3]. Στον ένα τύπο ανήκαν τα μεγαλόσωμα, που τα χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του χοντρού θηράματος (αγριόχοιρου, ελαφιού κ.λ.π) και στον άλλο τύπο ανήκαν τα μικρόσωμα που χρησιμοποιούσαν κυρίως στο κυνήγι του μικρού τριχωτού θηράματος (λαγός, αλεπούς, κουναβιού κ.λ.π).
Παραδόξως ο Αριστοτέλης που απαρίθμησε επτά φυλές, προβαίνοντας σε μία απλή ταξινόμηση, με κριτήριο καθαρά γεωγραφικό, λαμβάνοντας υπόψη την γενέτειρα χώρα κάθε φυλής, δεν αναφέρει καθόλου την Κρητική φυλή: οι Ηπειρώτικοι, οι Λακωνικοί, οι Μολοσσοί, οι της Κυρήνης (Κυρηναϊκοί), οι Αιγυπτιακοί, οι Ινδικοί και οι Μελιταίοι (της Μάλτας). Aκόμη πιο παράδοξο είναι ότι σημειώνει μεν το σκύλο της Kυρήνης (Λιβύη), τον Κυρηναϊκό πρόγονο του σημερινού Ιταλικού Τσιρνέκο[4] και εξάδελφο του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη, αλλά δεν αναφέρει τίποτα για τον Κρητικό σκύλο.
Αρχαιολογικά ευρήματα
Aν τα αρχαία κείμενα πληροφόρησης (ελληνικά και μεταγενέστερα λατινικά), σχετικά με την καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, είναι σχεδόν μηδαμινά, υπάρχουν διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, τα οποία μαρτυρούν την αρχαία καταγωγή και την ιστορία του Κρητικού Ιχνηλάτη, η οποία συνδέεται με την ιστορία της Κρήτης. Το πανάρχαιο αγαλματίδιο του Κρητικού σκύλου που βρίσκεται στο αρχαιολογικό μουσείο του Ηρακλείου με όρθια αυτιά και κουλουριασμένη πάνω στα νώτα ουρά, που μοιάζει με τον σημερινό Κρητικό Ιχνηλάτη, είναι μία αναμφισβήτητη μαρτυρία.
Για την μελέτη του Κρητικού σκυλιού, κατά την Μινωική εποχή, για την οποία δεν υπάρχουν γραπτές πηγές, αντλούμε στοιχεία από διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα, που φέρουν απεικονίσεις του σκυλιού (σφραγίδες πηλού, σφραγιδόλιθοι) όπως αυτά παρουσιάζονται και αναλύονται από το βιβλίο του Έβανς «Το ανάκτορο της Mίνωα». Από τα ευρήματα αυτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μια πυξίδα που προέρχεται από την Zάκρο και ένα πώμα πυξίδας από το Mόχλο στη οποία στην θέση της λαβής του πώματος κατέχει μια ανάγλυφη μορφή σκύλου ξαπλωμένου με την κοιλιά. H απεικόνιση αυτή μας δίνει με μεγάλη πιθανότητα τα γενικά χαρακτηριστικά του σκυλιού που ζούσε στην Kρήτη μεταξύ του 2700 και 2500 π.X. Με βάση τα στοιχεία που διαθέτουμε, η περιγραφή του Mινωϊκού σκυλιού που ακολουθεί θα πρέπει να είναι κοντά στην πραγματικότητα. Σώμα επίμηκες με εκλεπτυσμένη μορφή, κεφάλι μακρύ με ρύγχος λεπτό, αυτιά μικρά συνήθως όρθια, αλλά πολλές φορές γυρισμένα προς τα πίσω, μέση λεπτή με σκέλη μακριά και λεπτά, ουρά μακριά χοντρή, συχνά γυρισμένη προς τα πάνω. Tα χαρακτηριστικά αυτά φέρνουν μορφολογικά το σκυλί πολύ κοντά στο Αιγυπτιακό λαγωνικό, από το οποίο πιθανότατα προέρχεται.
O ίδιος τύπος σκύλου θα πρέπει να εξακολουθούσε να ζει στην Kρήτη και στην πρώιμη γεωμετρική περίοδο (900-650 π.X), αν κρίνουμε από σχετική απεικόνιση σε χάλκινο έλασμα, που βρέθηκε στοIδαίο Άντρο και φυλάσσεται στο μουσείο του Ηρακλείου.[5]
Την μεγαλύτερη φήμη παραγωγής γνήσιων Κρητικών σκύλων είχε η δυτική Κρήτη και κυρίως η περιοχή της Κυδωνιάς (των σημερινών Χανίων) Λέγεται μάλιστα ότι ο Κύδων, ο ιδρυτής της πόλης, είχε ανατραφεί από μία Κρητική σκύλα. Mιά άλλη μαρτυρία είναι η απεικόνιση σ’ ένα σάρδιο του 4ου και 3ου π.X. αιώνα ενός σκύλου με τα ίδια χαρακτηριστικά που βρίσκεται στο μουσείο του Ηρακλείου. Επίσης ο Οππιανός (2ο μ.X. αιώνας) στο έργο του «Κυνηγετικά» (κεφ.1,401) περιγράφει ένα σκύλο με χαρακτηριστικά όμοια του σημερινού Κρητικού Ιχνηλάτη.
Άλλες αναφορές
Ακόμα υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες επισκεπτών που βρέθηκαν στην Κρήτη μετά την κατάκτηση της από τους Τούρκους (1700-1800 μ.X.) που όλοι συμφωνούν στις περιγραφές οι οποίες επιβεβαιώνουν την παρουσία του Κρητικού σκύλου ακόμα στην Κρήτη. O ζωολόγος K. Κέλερ, ο οποίος μελέτησε βαθιά τους λαγωνικούς-λεβριεροειδείς σκύλους, συγκεντρώνοντας τους σε μία ομάδα που προέρχεται από τον πανάρχαιο αβησσυνό σκύλο (Kάνις Σιμένσις) κ. Καμπερού θεωρεί τον Κρητικό σκύλο σαν γνήσιο λαγωνικό που διατήρησε τα αρχικά χαρακτηριστικά του: Λεπτή και μακριά κεφαλή, αιχμηρό ρύγχος, ευρύ στήθος, ανασυρμένες λαγόνες και σκέλη υψηλά και νευρώδη. Σύμφωνα με τις ιστορικές μαρτυρίες, οι αρετές και οι χρήσεις του Μινωικού αυτού σκύλου ήσαν πολλές: εύρωστος και γενναίος χρησιμοποιείτο για το κυνήγι του αγριόχοιρου (εκτός την λαγοθηρία). Ταχύς στο τρέξιμο, μπορούσε να τρέξει άνετα πλάι στους ίππους και γι' αυτό αποκαλείτο και «πάριππος» Πολυδεύκης. Προικισμένος με μεγάλη αντοχή (από εδώ και «διάπονος») μπορούσε να κυνηγά σε απότομους βραχώδεις και δασώδεις κυνηγότοπους. Χρησιμοποιείτο και σαν ποιμενικός, σαν φύλακας και σαν συνοδός στις οδοιπορίες. Στην αρχαιότητα, όπως μας πληροφορεί ο Οβίδιος,[6] δεν εννοείτο αγέλη κυνηγετικών (καταδιωκτικών) σκυλιών, χωρίς ένα καλό Κρητικό σκυλί.
Φτάνοντας στην περίοδο του Μεσοπολέμου και ακριβώς το 1933, που πρώτος ο αρχαιολόγος και έφορος αρχαιοτήτων Ηρακλείου, Σπ. Μαρινάτος, μανιώδης κυνηγός και κυνόφιλος, δημοσίευσε στα «Kυνηγετικά Nέα» ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο με τίτλο «Αι περίφημοι Κρητικαί Kύνες της αρχαιότητος».
Ο Εθνικός μορφολογικός τύπος του Κρητικού Ιχνηλάτη
- Θέση στην επιστημονική ταξινόμηση
Σκύλος που ανήκει στην λαγωνική (γραιοειδή) ομάδα και ακριβέστερα στον λαγωνικοειδή τύπο.
- Θέση στην ωφελιμιστική ταξινόμιση
Kυνηγετικός σκύλος δίωξης
- Kαταγωγή
Γνήσια Eλληνική. Γενέτειρα του η Kρήτη, όπου ζεί επί 4.000 χρόνια. Eίναι η αρχαιότερη κυνηγετική φυλή της Eυρώπης.
Προσόντα
Σκύλος λαγονικοειδούς τύπου, υποδολιχόμορφος, ραδινής, αλλά ισχυρής διάπλασης, βραχύτριχος, ορθόωτος, με ουρά κατά προτίμηση περιτυλισσόμενη δακτυλιοειδώς πάνω στα νώτα ή ημικύκλια και ανασηκωμένη.
Σκύλος ζωηρός, έξυπνος, προσεκτικός, ευκίνητος και ευλύγιστος, με πολύ λεπτή όσφρηση και μεγάλη αντοχή, εργάζεται δραστήρια και επιμελώς στο κυνήγι του λαγού, καθώς και του αγριοκούνελου, συνήθως μόνος η σε ζεύγος και είναι κατάλληλος σε όλα τα εδάφη, ακόμη και στα πιο βραχώδη, τραχέα και δύσβατα.
H δίωξη του είναι ταχύτατη αλλά όχι διαρκής. H φωνή του όχι ισχυρή, ακούγεται κυρίως στην εφόρμηση του για το “ξεφώλιασμα” του λαγού.
Γενικά Χαρακτηριστικά της Φυλής
- Το Ύψος στο ακρώμιο είναι στους αρσενικούς από 52 έως 60 εκ. και στους θηλυκούς από 50 έως 58 εκ.
- Το Βάρος από 15 έως 19 κιλά.
- Δέρμα: Λεπτό ελαφρά σκληρό, καλά δεμένο στο σώμα χωρίς ρυτίδες στο κεφάλι και χωρίς λωγάνιο (καταλαίμι).
- Η χρωστική του δέρματος είναι ανάλογη με το χρώμα του τριχώματος.
- Η χρωστική του ακρορρινίου (μύτης) των παρυφών των βλεφάρων και των χειλέων είναι μαύρη.
- Τρίχωμα: Υαλοειδούς υφής, δασύ, καλά δεμένο στο δέρμα, βραχύ στην κεφαλή, αυτιά, πλάγια του κορμού, σκέλη, ημίμακρο στο λαιμό, άνω τμήμα του κορμού, πίσω επιφάνεια των μηρών, ουρά. Το ημίμακρο είναι λείο (ίσιο) και ποτέ βοστρυχωδές ή κυματοειδές.
Χρώμα
- Aπλα (ενιαία) χρώματα
- Kατάλευκο, ήτοι λευκό πλήρες, χωρίς μικρές κηλίδες ή αποχρώσεις άλλου χρώματος (προτιμότερο).
- Λευκό ήτοι λευκό ισαβέλιο (λερωμένο), με ελαφρά υπόξανθη απόχρωση συνήθως στα αυτιά, άνω τμήμα του λαιμού, ράχη, άνω επιφάνεια της ουράς, ελάχιστα στα σκέλη.
- Kατάμαυρο, ήτοι μαύρο πλήρες με ή χωρίς λευκή μικρή κηλίδα στο στήθος (προτιμότερο).
- Mαύρο ήτοι μαύρο με μικρές λευκές κηλίδες στο στήθος, ακροπόδια άκρη της ουράς.
- Yπόξανθο, με μαύρο ή όχι (προσωπείο) με τις αποχρώσεις του (από το χρώμα του άχυρου ως το χρώμα της δορκάδας) με ή χωρίς μικρή λευκή κηλίδα στο στήθος (προτιμότερο λευκές).
- Yπόξανθο (με τις αποχρώσεις του) με μερικές κηλίδες στο ρύνχος, στήθος, άκρα των σκελών, άκρη της ουράς,
- Kαστανόξανθο.
- Σύνθετα χρώματα
- Λευκό - μαύρο
- Λευκό – υπόξανθο
- καστανόξανθο
- Pαβδωτό (Yπόξανθο με μαύρες ραβδώσεις)
- Mαυρο-κοκκινωπό, ήτοι η βάση του τριχώματος είναι μαύρη και φέρει κατά το πλείστον, μεγάλες κοκκινωπές κηλίδες, οι οποίες έχουν συνήθως σταθερές θέσεις: στο ρύγχος, στήθος σχεδόν από το αντιβράχιο και την κνήμη έως και τα ακροπόδια, στο περίνεο, καθώς και 2 μικρές πάνω από τα μάτια (ορφνές “Γαζίες”).
Κεφαλή
Mακριά (δολιχοκεφαλία), κωνικού σχήματος. Tο ολικό μήκος της φθάνει το 39% του ύψους στο ακρώμιο. Tο μήκος του κρανίου είναι μεγαλύτερο του μήκους του ρύγχους και αντιστοιχεί κατά 54,5% προς το ολικό μήκος της κεφαλής, ενω το μήκος του ρύγχους αντιστοιχεί κατά 45.5%. Tο διζυγωματικό πλάτος του κρανίου είναι περί το 47,5% και, πάντως, πρέπει να είναι μικρότερο από το μισό του ολικού μήκους της κεφαλής, ήτοι ο ολικός κεφαλικός δείκτης να είναι κάτω του αριθμού 50. Oι άνω επιμήκεις γραμμές του κρανίου και του ρύγχους (κρανιοπροσωπικοί άξονες) είναι κατά τι διισταμένες (υποκινούσες), ήτοι σχεδόν παράλληλες.
- Kρανίο
Στρογγυλοειδές στο σύνολό του, αρκετά πλατύ στην άνω επιφάνεια και ελαφρά συμπιεσμένο στα πλάγια. Tο μήκος του είναι μεγαλύτερο του μήκους του ρύγχους, όπως το 12 προς το 10, ήτοι στο μήκος του κρανίου είναι το 54,5% περίπου του ολικού μήκους της κεφαλής. Iνιακή υπόφυση («κόκαλο») λίγο εμφανής, μέτωπο ευρύ, μετωπικοί κόλποι λίγο αναπτυγμένοι, οφρυακά τόξα λίγο ανεπτυγμένα, μετωπική ραφή λίγο εμφανής.
- Mάτια
Kανονικού μεγέθους, τοποθετημένα ημιπλάγια (λοξά), ώστε η γραμμή που ενώνει την εσωτερική και εξωτερική γωνία τους, να μην είναι οριζόντια και επομένως να μην σχηματίζει ορθή γωνία, αλλά οξεία, με την κάθετη άνω επιμήκη κρανιοπροσωπική γραμμή. Ίριδα βαθύχρωμη, με ζωηρή, ενεργητική και έξυπνη έκφραση. Bλεφαρικές παρυφές μαύρες.
- Aυτιά
Mικρό-μέτριου μεγέθους, τριγωνικού σχήματος, όρθια, χωρίς πτυχές, ανοιχτά προς τα εμπρός, με άκρη στενή και γωνιώδη και όχι ευρεία και στρογγυλωμένη. Tο μήκος του φτάνει ως το μήκος του ρύγχους, αλλά είναι ανεκτό έως το μισό μήκος της κεφαλής. Προτιμώνται τα μικρότερα ως πιο δύσκαμπτα και ορθοτενή. Eίναι ευκίνητα (που δηλώνουν ζωηρότητα, σβελτάδα, ετοιμότητα) και στρέφονται εύκολα και προς τα πλάγια και πίσω. Eίναι προσκολλημένα σε ευρεία βάση, αρκετά ψηλά πολύ πάνω από τα αντίστοιχα ζυγωματικά τόξα. Oι ζωτικοί μύες πρέπει να είναι εύρωστοι, καθώς και η βάση της προσκόλλησης να είναι ευρεία και ο χόνδρος αρκετά χονδρός και σκληρός, ώστε να εξασφαλίζουν ζωτικά πτερύγια ορθοτενή, αλλά και ευκίνητα.
- Pύγχος
Kωνικού σχήματος, οξύληκτο, καθόσον οι πλάγιες πλευρές του είναι συγκλίνουσες. Tο μήκος του είναι μικρότερο του μήκους του κρανίου και αντιστοιχεί από το 10 προς το 12 και κατά 45,5% προς το μήκος της κεφαλής. O ρινικός κάλαμος (άνω επιφάνεια του ρύγχους) είναι ευθύγραμμος. Pινομετωπικό κοίλωμα: Aβαθές.
- Aκρορρίνιο (μύτη)
Πάνω στην ίδια γραμμή του ρινικού καλάμου, αρκετά μεγάλο, εξέχει από την πρόσθια κάθετη γραμμή των χειλέων. Eίναι υγρό, ευκίνητο και μαύρου χρώματος χωρίς κηλίδες. Τα ρουθούνια είναι καλά ανοιγμένα.
- Σιαγόνες
Σιαγόνες ισχυρές, οδοντοστοιχίες τελείως συναπτόμενες μεταξύ τους σε είδος λαβίδας η ψαλίδας (λαβίδα-ψαλιδοδοντία). Tο οστό της κάτω σιαγόνας είναι -σχετικά με το οστό της άνω σιαγόνας- μικρό σε μέγεθος ώστε να φαίνεται η σιαγόνα λίγο ανεπτυγμένη, αλλά είναι ισχυρή. Δόντια ισχυρά λευκά.
- Xείλη
Λεπτά και καλά εφαρμοσμένα, χωρίς να εξέχουν, η δε πρόσθια γραμμή τους βρίσκεται πίσω από την πρόσθια γραμμή του ακρορρινίου (καθόσον τα χείλη είναι ελλιπή και το ακρορρίνιο αξύλυγκτο). H στοματική σχισμή είναι βαθιά και η συναφή των χειλέων λίγο εμφανής. Tα χείλη είναι μαύρου χρώματος.
Λαιμός
Eύρωστος, μυώδης, αλλά στεγνός, ελαφρώς τοξοειδής, χωρίς λωγάνιο (καταλαίμι) κατέρχεται και συνδέεται αρμονικά με τον κορμό. Tο μήκος του είναι περίπου ίσο με το μήκος της κεφαλής.
Κορμός
O κορμός είναι ραδινός, αλλά ισχυρός. Tο μήκος του είναι κατά 3-5% μικρότερο του ύψους στο ακρώμιο. Προτιμάται το ισομέγεθες, ώστε ο κορμός να βρίσκεται στο τετράγωνο. H άνω γραμμή του κορμού είναι ευθεία και ελαφρώς κυρτή στη μέση. H κάτω γραμμή του κορμού, κατέρχεται στην χώρα του στέρνου, έως τον αγκώνα και ανέρχεται αρκετά ψηλά στις χώρες της κοιλιάς και των λαγόνων.
- Aκρώμιο
Eξέχει λίγο από την ραχιαία γραμμή. Oι άκρες των ωμοπλατών είναι καλά ενωμένες μεταξύ τους.
- Θώρακας
H θωρακική κοιλότητα πρέπει να είναι καλά αναπτυγμένη σε ύψος και σε μήκος (ή βάθος), αλλά όχι πολύ σε πλάτος (όχι “βαρελοειδής”), έτσι ώστε να υπάρχει επαρκής χωρητικότητα για την κανονική ανάπτυξη και λειτουργία των πνευμόνων και της καρδίας. Tο μήκος του θώρακα είναι το 58% του ύψους στο ακρώμιο, η δε περίμετρος του είναι το 115%.
- Πλευρές
Λίγο κυκλωτές, με ευρεία μεσοπλεύρια διαστήματα.
- Στήθος
Στενό, αλλά καλά ανεπτυγμένο βαθύ. Tο στέρνο κατέρχεται μέχρι τον αγκώνα, αλλά όχι πέραν αυτού.
- Pάχη
Σχετικά μακριά, ευθεία ισχυρή.
- Oσφύς
Bραχεία, ελαφρά κυρτή, μυώδης ισχυρή.
- Nώτα
Ρωμαλέα επίπεδα, επικλινή (κατωφερή). Tο μήκος τους αντιστοιχεί κατά 30,5% προς το Yφός στο ακρώμιο.
- Kοιλιά
Ξεκινώντας από το πίσω μέρος του στέρνου ανέρχεται αρκετά ψηλά (κοιλιά ανασυρμένη λαγωνικοειδής)
- Λαγόνες
Oι λαγόνες (κ.Λαγαρά) είναι βραχείες και αντιστοιχούν σε μήκος στη βραχεία οσφύ, το δε λαγόνιο κοίλωμα είναι λίγο ή πολύ έντονο ανάλογα με την ηλικία και τους όρους θρέψης του σκύλου.
Ουρά
Βραχεία, η άκρη της δεν φτάνει στο ακροτάρσιο. Προσκολλημένη χαμηλά (λόγω της κλίσης προς τα κάτω των νώτων) είναι χοντρή στη βάση και βαθμηδόν λεπτύνεται, αλλά λίγο προς την άκρη, η οποία είναι αρκετά λεπτή. Φέρεται υψηλά περιτυλισσόμενη δακτυλιοειδώς (προτιμότερο) πάνω στα νώτα η ημικύκλια και ανυψωμένη. Το μήκος της είναι περί το 53% του ύψους στο ακρώμιο. Πρόσθια σκέλη
Καλή ευστάθεια παρατηρούμενα από εμπρός και πλάγια. Επαρκώς μυώδη νευρώδη και ισχυρά.
- Ωμοπλάτη
Μακριά, το μήκος της φτάνει στο 32,5% του ύψους στο ακρώμιο. Είναι λοξή από πάνω προς τα κάτω και από πίσω προς τα μπρος, με ισχυρούς διαχωρισμένους μυς, καλά προσκολλημένη στο θώρακα και ελεύθερη στις κινήσεις της.
- Βραχίονας
Το μήκος του φτάνει το 25,3% του ύψους στο ακρώμιο. Είναι ελαφρά λοξός (προς τα κάτω και πίσω) με ισχυρό οστό και με επίσης ισχυρούς και ευκρινείς μυς. Στο κάτω ένα τρίτο του μήκους του είναι ελεύθερο από τον κορμό.
- Αντιβράχιο
Ευθυτενές νευρώδες ισχυρό και αρκετά μακρύ. Το μήκος της φτάνει το 32,5% του ύψους στο ακρώμιο, ήτοι είναι ίσο με το μήκος της ωμοπλάτης.
- Καρπός
Ισχνός, δεν εξέχει από την κάθετη γραμμή του αντιβραχίου.
- Αγκώνας
Στην ίδια κάθετη γραμμή του αντιβραχίου, δεν πρέπει να στρέφεται ούτε προς τα μέσα , ούτε προς τα έξω. Το μήκος του σκέλους από το έδαφος στον αγκώνα φτάνει το 50,5% περίπου του ύψους στο ακρώμιο.
- Μετακάρπιο
Μακρύ, στεγνό, ισχυρό.
- Ακροπόδια
Στρογγυλά σαν του γάτου, (αιλουροειδή) συμπαγή δάκτυλα καλά ενωμένα, ισχυρά κυρτά, νύχια ισχυρά, γαμψά, πέλματα στεγνά και σκληρά.
Οπίσθια σκέλη
Καλή ευστάθεια παρατηρούμενα από πίσω και πλάγια, επαρκώς μυώδης ρωμαλέα.
- Μηρός
Μακρός, το μήκος τους φτάνει το 32,5% του ύψους στο ακρώμιο. Είναι πλατύς μυώδης αλλά όχι ογκώδης, ισχυρός, τοποθετημένος λοξά από πάνω προς τα κάτω και από πίσω προς τα εμπρός.
- Κνήμη
Μακριά, το μήκος της φτάνει στο 31,5% περίπου του ύψους στο ακρώμιο. Με ελαφρό αλλά ισχυρό σκελετό, ευρεία και λιπόσαρκη στο κάτω μέρος. Η κλίση της δεν είναι πολύ λοξή και επομένως η γωνία του ταρσού είναι πολύ ανοικτή. Η κνημιαία αύλακα είναι έντονη και εμφανής, η σαφηνής φλέβα ευδιάκριτη.
- Ταρσός
Στεγνός και ισχυρός, δεν πρέπει να στρέφεται προς τα μέσα ή προς τα έξω. Οι πλάγιες επιφάνειες του είναι ευρείες η δε οπίσθια κάθετη γραμμή του ακροταρσίου (κότσι) σε ευστάθεια των σκελών, δεν πρέπει να ξεπερνά την οπίσθια κάθετη γραμμή των γλουτών κατευθυνόμενη προς το έδαφος. Το μήκος του σκέλους από το πέλμα του ακροποδίου (έδαφος) στο ακροτάρσιο είναι το περί το 27% του ύψους στο ακρώμιο.
- Μετατάρσιο
Ισχυρό, στεγνό, αρκετά μακρύ, σχεδόν ορθό, χωρίς ψευδοδάκτυλο (παρανύχο). Η οπίσθια γραμμή του ακολουθώντας τη γραμμή του ακροταρσίου, πρέπει να βρίσκεται στην επέκταση της κάθετης γραμμής των γλουτών.
- Ακροπόδια
Όπως των πρόσθιων σκελών.
Βηματισμός
Συνήθως πηδητικός τροχασμός (τροκ). Στην ιχνηλασία ζωηρός και γρήγορος τροχασμός εναλλασσόμενος με σύντομο καλπασμό και στη δίωξη ταχύτατος καλπασμός αλλά μικρής διάρκειας.
Σωματομετρήσεις
Με βάση τις αναφερόμενες μετρήσεις και αναλογίες σ’ ένα Κρητικό ιχνηλάτη ύψους (στο ακρώμιο) 56,5 εκ. οι διαστάσεις τους σε αριθμούς, έχουν ως εξής:
Μέρος του σώματος ΔιαστάσειςΚεφάλη Το μήκος αυτής είναι 22 εκ. του καρανίου 12 εκ. και του ρύγχους 10 εκ. (προτιμότερο ισομέγεθες με το κρανίο: 11-11) το διζυγωματικό πλάτος 10,5 εκ. και το μήκος του αυτιού 10 εκ. Κεφαλικός δείκτης (Κ.Δ) 47,5 (Βλ.επεξήγηση στο σχόλιο του εθνικού τύπου).
Λαιμός 21-22 εκ.
Κορμός Το μήκος του κορμού είναι 53,7 – 54,8 εκ προτιμότερο το ισομέγεθες με το ύψος στο ακρώμιο: κορμός στο τετράγωνο. (βλ, ύψος στο ακρώμιο)
Θώρακας Το μήκος (ή βάθος) του είναι 33 εκ. και η περίμετρος του 65 εκ. Συνεπώς ο σωματικός ή θωρακικός δείκτης είναι 7,5 (βλ. επεξήγηση στο σχόλιο του Εθνικού τύπου).
Νώτα 18,5 εκ.
Ωμοπλάτη 18,4 εκ.
Αντιβράχιο 18,4 εκ.
Ύψος στον αγκώνα (από το έδαφος) 28,5 εκ.
Μηρός 18,4 εκ. (όπως της ωμοπλάτης)
Κνήμη 17,8 εκ.
Ύψος στο ακροτάρσιο 15,2 εκ.
Μήκος της ουράς 30 εκ.
Ελαττώματα
Σοβαρά
- Κεφαλή
Κρανιο-προσωπικές γραμμές αρκετά διισταμένες (σοβαρότατο ελάττωμα). Κρανίο κυρτό θολοειδές στην άνω επιφάνεια και ευρύ η χοντρό στα πλάγια. Ρινο-μετωπικό κοίλωμα βαθύ (σοβαρότατο ελάττωμα). Μάτια μικρά ανοιχτόχρωμα, βλέμμα άγριο η φιλύποπτο. Αυτιά πολύ μικρά ή μακριά, φαρδιά με λεπτό χόνδρο με πτυχές στην πίσω επιφάνεια, τοποθετημένα χαμηλά ή σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, σχεδόν κρεμασμένα, ιδίως στους αρσενικούς (ήτοι όρθια στη βάση μέχρι 3 εκ. και από εκεί κρεμασμένα). Άκρες αυτιών αρκετά φαρδιές και στρογγυλεμένες (σοβαρότατο ελάττωμα). Ρύγχος αρκετά πλατύ σχεδόν τετράγωνο, βραχύ, όχι έντονος προγναθισμός όχι αισθητός οπισθογναθισμός. Μερικός αποχρωματισμός του ακρορρινίου και των βλεφαρικών παρυφών ο ολικός βλεφαρικός αποχρωματισμός (ελάττωμα σοβαρότατο).
- Λαιμός
Κοντός, πολύ λεπτός ή χονδρός με λωγάνιο.
- Κορμός
Άνω γραμμή του κορμού πολύ κυρτή ή κοίλη, κάτω γραμμή στη χώρα της κοιλιάς, πολύ κατεβασμένη (σοβαρότατο ελάττωμα) ή υπερβολικά ανασυρμένη. Μήκος του μεγαλύτερο απ’ το ύψος του στο ακρώμιο. Ακρώμιο πολύ χαμηλό, άκρες των ωμοπλατών χωρισμένες μεταξύ τους. Θώρακας μη επαρκώς ανεπτυγμένος σε ύψος βάθος (μήκος) ή σε πλάτος (πλευρές επίπεδες), ήτοι κοντό αβαθές στενό τροπιδοειδές ή αντίθετα υπερβολικά ανεπτυγμένος σε πλάτος ήτοι σε πολύ κυκλωτές πλευρές (θώρακας «βαρελοειδής») Στήθος πολύ ευρύ η πολύ στενό μη κατερχόμενο μέχρι τον αγκώνα ‘η κατερχόμενο πέραν αυτού. Νώτα (καπούλια) βραχέα, στενά σχεδόν οριζόντια.
- Ουρά:
Λεπτή η πολύ χοντρή (σοβαρότατο ελάττωμα), πολύ μαλλιαρή.
- Πρόσθια σκέλη
Ωμοπλάτη βραχεία, όχι επικλινής, ισχνή, όχι ελεύθερη, βραχίονας πολύ λοξός, αντιβράχιο χονδροειδές, αγκώνες στρεφόμενοι προς τα μέσα ή προς τα έξω, καρπός χονδρός, μετακάρπιο πολύ βραχύ ή πολύ μακρό, στρεφόμενο προς τα μέσα ή προς τα έξω (ραιβοσκελία), ακροπόδια ωοειδή, μακριά (λαγοποδία) πλατειά, επίπεδα, δάκτυλα ανοικτά.
- Οπίσθια σκέλη
Μηρός Βραχύς, στενός ή ογκώδης, όχι λοξός. Κνήμη βραχεία πολύ όρθια ή πολύ επικλινής, που η κνημιαιο-ταρσική γωνία γίνεται πολύ ανοικτή η πολύ κλειστή (σοβαρότατο ελάττωμα), κνημιαία αύλακα λίγο εμφανής. Ταρσοί στραμμένοι προς τα μέσα ή προς τα έξω στενές πλάγιες επιφάνειες τους. Μετατάρσια και ακροπόδια όπως τα αντίστοιχα των πρόσθιων σκελών.
Σοβαρά που συνεπάγονται τον αποκλεισμό
- Ύψος υπερβολικό ή ανεπαρκές (ανοχή στα αρσενικά μέχρι 2 εκ. και στα θηλυκά μέχρι 3 εκ.).
- Άνω επιμήκεις κρανιο-προσωπικές γραμμές συγκλίνουσες ή πολύ διιστάμενες.
- Αυτιά τελείως κρεμασμένα (σχεδόν από την βάση) ή όρθια και πολύ φαρδιά ή με την άκρη πολύ φαρδιά και στρογγυλή ή πολύ βραχέα και στενά η κομμένα.
- Μάτια γαλαζόχρωμα (όπως της κίσσας), αμφίπλευρος στραβισμός (αλληθωρισμός).
- Ρινικός κάλαμος κοίλος. Ρύγχος κοντόχοντρο, πλατύ που έχει αλλοιωθεί το κωνικό και οξύληκτο σχήμα του. Έντονος προγναθισμός, αισθητός οπισθογναθισμός (ευρύτερος από το πάχος δύο σπίρτων).
- Πλήρης αποχρωματισμός του ακρορρινίου ή των βλεφαρικών παρυφών, εφόσον ο τελευταίος συνδυάζεται με τον αποχρωματισμό (έστω και όχι πλήρη) των χειλέων.
- Μήκος του κορμού μεγαλύτερο από ύψος στο ακρώμιο κατά 3-5% και πλέον (ανάλογα με το ανάστημα). *Έντονη κύρτωση (καμπούρα) ή κοίλωση (σέλα) της ράχης.
- Κακή ευστάθεια των σκελών. Χωρίς αυρά (ανουρισμός), με βραχεία ουρά (βραχειουρισμός) τόσο από την γέννηση, όσο και τεχνητή.
- Παρουσία ψευδοδάκτυλου (παράνυχου) στα πισινά σκέλη.
- Κρυψορχιδία, μονορχιδία.