Με ιδιαίτερο στόμφο, περισσή αυτοπεποίθηση, αλλά και άμετρη επιθετικότητα παρουσίασε χθες τετραμελής αντιπροσωπεία τις θέσεις του γερμανικού δημοσίου στη δίκη κατά της Ιταλίας ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου. Οπως είναι γνωστό, η Γερμανία προσέφυγε στη Χάγη επιδιώκοντας την καταδίκη της Ιταλίας, επειδή θεωρεί ότι τα ιταλικά δικαστήρια, και τελευταία το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο στη Ρώμη, μη σεβόμενα την ετεροδικία της Γερμανίας έχουν εγκρίνει κατασχέσεις περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου σε εκτέλεση αποφάσεων ιταλικών δικαστηρίων, αναφορικά με θύματα του ναζισμού στην Ιταλία, και του Πρωτοδικείου Λιβαδειάς που επικυρώθηκε από τον Αρειο Πάγο και επιδίκασε 28 εκατομμύρια ευρώ στα θύματα του Διστόμου.
Μετά τη Γερμανία, σήμερα θα τοποθετηθεί η Ιταλία, επίσης για ένα τρίωρο, ενώ την Τετάρτη το λόγο θα λάβει ο καθηγητής Στέλιος Περράκης, αρχηγός της αντιπροσωπείας της Ελλάδας, η οποία, όπως είχε ζητηθεί με απόφαση της κυβέρνησης, έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ως παρατηρητής και όχι ως διάδικος.
«Συμβάντα»
Στην εισαγωγική παρέμβασή της, η επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας πρέσβειρα δρ Σουζάνε Βάζουμ-Ράιμερ εξέφρασε τη λύπη της κυβέρνησής της για τις πράξεις των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής σε Ελλάδα και Ιταλία, αποφεύγοντας επιμελώς να τις χαρακτηρίσει ως σφαγές ή εγκλήματα πολέμου. Αντ’ αυτού έκανε λόγο για «τρομερά συμβάντα», τα οποία όμως ύστερα από παρέλευση εξήντα ετών και άνω πρέπει επιτέλους να περάσουν στην Ιστορία.
Οι τρεις έγκριτοι πανεπιστημιακοί Χρίστιαν Τόμουσατ, Ανδρέας Γκατίνι και Ρόμπερτ Κορτ κατέθεσαν περισσότερο πολιτικά και λιγότερο νομικά επιχειρήματα για να στηρίξουν τη θέση της Γερμανίας. Θεωρούν ότι σύμφωνα με τη βασική αρχή της ετεροδικίας, αποζημιώσεις μπορούν να διεκδικηθούν μόνο με διαπραγματεύσεις μεταξύ κρατών. Δεν προβλέπεται διεκδίκηση αποζημίωσης από πολίτες-θύματα με αγωγή στα δικαστήρια της χώρας στην οποία τα στρατεύματα κατοχής διέπραξαν εγκλήματα πολέμου.
Κατά την επιχειρηματολογία της γερμανικής πλευράς, η ετεροδικία, ως στοιχείο του εθιμικού δικαίου, βρίσκεται βέβαια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μεταβατικό στάδιο. Τη νομική θέση όμως του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ιταλίας και προηγουμένως του Αρείου Πάγου, ότι στη μεταβατική αυτή φάση το δικαστήριο εκείνο που δέχεται εξαιρέσεις από τη βασική αυτή αρχή της ετεροδικίας δεν παραβαίνει το διεθνές δίκαιο, αλλά συμβάλλει στην εξέλιξη του δικαίου, οι καθηγητές της γερμανικής αντιπροσωπείας απέρριψαν με σκαιό τρόπο. Ως τιμητές της διεθνούς έννομης τάξης, μίλησαν για «κερκόπορτες» που άνοιξαν ο Αρειος Πάγος και η Ρώμη, που αν δεν κλείσει η Χάγη θα οδηγήσουν σε χάος τη διεθνή κοινότητα. Και τούτο διότι, αν διατρηθεί η βασική αυτή αρχή της ετεροδικίας, δεν θα είναι μελλοντικά δυνατή καν η σύναψη συμφωνιών μεταξύ κρατών, αφού στη συνέχεια κάθε μεμονωμένος πολίτης που θεωρεί ότι θίγεται από μια τέτοια διακρατική συμφωνία ή συνθήκη, θα μπορεί να την προσβάλλει, προσφεύγοντας σε δικαστήριο της χώρας του.
Μειδιάματα
Τα πρόσωπα των δικαστών, που καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, στο χλομό φως της βροχερής Χάγης, ανέκφραστα θύμιζαν κέρινα ομοιώματα, φωτίστηκαν από μειδιάματα. Οι δικαστές δεν πίστευαν στα αυτιά τους, όταν άκουσαν τον ομότιμο καθηγητή Τόμουσατ να λέει ότι οι συνάδελφοί τους στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ρώμης εκ προθέσεως παρέβησαν το διεθνές δίκαιο, αποφασίζοντας ότι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας η Γερμανία δεν μπορεί να διεκδικεί το προνόμιο της ετεροδικίας.
Η διατύπωση, τέλος, του καθηγητή Κορτ, από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ότι ρήγματα στην αρχή της ετεροδικίας θα οδηγούσαν σε «φόρουμ σόπινγκ», δηλαδή σε ξεπούλημα ευκαιρίας περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στη χώρα επιλογής των θυμάτων, μαζί με το ρητορικό ερώτημα προς το δικαστήριο, «επί πόσες γενεές θα πρέπει ακόμη η Γερμανία να πληρώνει», ήλθε να σφραγίσει τη γενική εντύπωση ότι η Γερμανία ήλθε στη Χάγη με διάθεση να ανατρέψει -κατά τη διατύπωση του παρευρισκόμενου στη δίκη Γερμανού ιστορικού της δίκης της Νυρεμβέργης Εμπερχαρντ Ρόντχολτς- ακόμη και όσα καθιέρωσε ως νομικό κεκτημένο η Νυρεμβέργη, όταν καταδίκαζε σε 15ετή κάθειρξη τον στρατηγό Χέλμουτ Φέλμι, ως υπεύθυνο των σφαγών σε Δίστομο, Καλάβρυτα και Κλεισούρα, με το αιτιολογικό ότι οι πράξεις αυτές των στρατευμάτων κατοχής αποτελούσαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Εντύπωση έκανε η παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας υπέρ των θυμάτων του ναζισμού σε Ελλάδα και Ιταλία, που παρουσίασε χθες σε συνέντευξη Τύπου στη Χάγη μακροσκελή γνωμοδότητη του ομότιμου καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης Μίχαελ Μπότε, ο οποίος αντιστρέφει ακριβώς την επιχειρηματολογία της γερμανικής κυβέρνησης και υποστηρίζει ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης των κρατών περιλαμβάνει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η οποία δικαιοσύνη και έχει το δικαίωμα να διαπιστώνει και περιπτώσεις στις οποίες κατ’ εξαίρεση δεν μπορεί μία χώρα να διεκδικήσει το προνόμιο της ετεροδικίας. Αλλωστε είναι ίδιον του εθιμικού δικαίου να διαπλάθεται και να εξελίσσεται μέσα από τις αποφάσεις των ανεξάρτητων δικαστηρίων.
Υπεροψία
Την απογοήτευσή τους για τη στάση της Γερμανίας εξέφρασαν σε μικρή διαδήλωση μπροστά στο Διεθνές Δικαστήριο Γερμανοί δικηγόροι και η υπόλοιπη ομάδα «Δίστομο» του Αμβούργου, μαζί με εκπροσώπους των οργανώσεων των θυμάτων από Ελλάδα και Ιταλία, που έκαναν λόγο για γερμανική υπεροψία και θράσος, που επιστρατεύθηκε μόνο και μόνο για να μην πληρώσει θύματα σήμερα η Γερμανία και μελλοντικά άλλοι που απεργάζονται σχέδια πολεμικών συρράξεων με εκατόμβες αθώων θυμάτων.
Μετά τη Γερμανία, σήμερα θα τοποθετηθεί η Ιταλία, επίσης για ένα τρίωρο, ενώ την Τετάρτη το λόγο θα λάβει ο καθηγητής Στέλιος Περράκης, αρχηγός της αντιπροσωπείας της Ελλάδας, η οποία, όπως είχε ζητηθεί με απόφαση της κυβέρνησης, έγινε δεκτή από το Δικαστήριο ως παρατηρητής και όχι ως διάδικος.
«Συμβάντα»
Στην εισαγωγική παρέμβασή της, η επικεφαλής της γερμανικής αντιπροσωπείας πρέσβειρα δρ Σουζάνε Βάζουμ-Ράιμερ εξέφρασε τη λύπη της κυβέρνησής της για τις πράξεις των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής σε Ελλάδα και Ιταλία, αποφεύγοντας επιμελώς να τις χαρακτηρίσει ως σφαγές ή εγκλήματα πολέμου. Αντ’ αυτού έκανε λόγο για «τρομερά συμβάντα», τα οποία όμως ύστερα από παρέλευση εξήντα ετών και άνω πρέπει επιτέλους να περάσουν στην Ιστορία.
Οι τρεις έγκριτοι πανεπιστημιακοί Χρίστιαν Τόμουσατ, Ανδρέας Γκατίνι και Ρόμπερτ Κορτ κατέθεσαν περισσότερο πολιτικά και λιγότερο νομικά επιχειρήματα για να στηρίξουν τη θέση της Γερμανίας. Θεωρούν ότι σύμφωνα με τη βασική αρχή της ετεροδικίας, αποζημιώσεις μπορούν να διεκδικηθούν μόνο με διαπραγματεύσεις μεταξύ κρατών. Δεν προβλέπεται διεκδίκηση αποζημίωσης από πολίτες-θύματα με αγωγή στα δικαστήρια της χώρας στην οποία τα στρατεύματα κατοχής διέπραξαν εγκλήματα πολέμου.
Κατά την επιχειρηματολογία της γερμανικής πλευράς, η ετεροδικία, ως στοιχείο του εθιμικού δικαίου, βρίσκεται βέβαια από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε μεταβατικό στάδιο. Τη νομική θέση όμως του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου της Ιταλίας και προηγουμένως του Αρείου Πάγου, ότι στη μεταβατική αυτή φάση το δικαστήριο εκείνο που δέχεται εξαιρέσεις από τη βασική αυτή αρχή της ετεροδικίας δεν παραβαίνει το διεθνές δίκαιο, αλλά συμβάλλει στην εξέλιξη του δικαίου, οι καθηγητές της γερμανικής αντιπροσωπείας απέρριψαν με σκαιό τρόπο. Ως τιμητές της διεθνούς έννομης τάξης, μίλησαν για «κερκόπορτες» που άνοιξαν ο Αρειος Πάγος και η Ρώμη, που αν δεν κλείσει η Χάγη θα οδηγήσουν σε χάος τη διεθνή κοινότητα. Και τούτο διότι, αν διατρηθεί η βασική αυτή αρχή της ετεροδικίας, δεν θα είναι μελλοντικά δυνατή καν η σύναψη συμφωνιών μεταξύ κρατών, αφού στη συνέχεια κάθε μεμονωμένος πολίτης που θεωρεί ότι θίγεται από μια τέτοια διακρατική συμφωνία ή συνθήκη, θα μπορεί να την προσβάλλει, προσφεύγοντας σε δικαστήριο της χώρας του.
Μειδιάματα
Τα πρόσωπα των δικαστών, που καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, στο χλομό φως της βροχερής Χάγης, ανέκφραστα θύμιζαν κέρινα ομοιώματα, φωτίστηκαν από μειδιάματα. Οι δικαστές δεν πίστευαν στα αυτιά τους, όταν άκουσαν τον ομότιμο καθηγητή Τόμουσατ να λέει ότι οι συνάδελφοί τους στο Ανώτατο Δικαστήριο της Ρώμης εκ προθέσεως παρέβησαν το διεθνές δίκαιο, αποφασίζοντας ότι για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας η Γερμανία δεν μπορεί να διεκδικεί το προνόμιο της ετεροδικίας.
Η διατύπωση, τέλος, του καθηγητή Κορτ, από το Πανεπιστήμιο της Γενεύης, ότι ρήγματα στην αρχή της ετεροδικίας θα οδηγούσαν σε «φόρουμ σόπινγκ», δηλαδή σε ξεπούλημα ευκαιρίας περιουσιακών στοιχείων του γερμανικού δημοσίου στη χώρα επιλογής των θυμάτων, μαζί με το ρητορικό ερώτημα προς το δικαστήριο, «επί πόσες γενεές θα πρέπει ακόμη η Γερμανία να πληρώνει», ήλθε να σφραγίσει τη γενική εντύπωση ότι η Γερμανία ήλθε στη Χάγη με διάθεση να ανατρέψει -κατά τη διατύπωση του παρευρισκόμενου στη δίκη Γερμανού ιστορικού της δίκης της Νυρεμβέργης Εμπερχαρντ Ρόντχολτς- ακόμη και όσα καθιέρωσε ως νομικό κεκτημένο η Νυρεμβέργη, όταν καταδίκαζε σε 15ετή κάθειρξη τον στρατηγό Χέλμουτ Φέλμι, ως υπεύθυνο των σφαγών σε Δίστομο, Καλάβρυτα και Κλεισούρα, με το αιτιολογικό ότι οι πράξεις αυτές των στρατευμάτων κατοχής αποτελούσαν εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.
Εντύπωση έκανε η παρέμβαση της Διεθνούς Αμνηστίας υπέρ των θυμάτων του ναζισμού σε Ελλάδα και Ιταλία, που παρουσίασε χθες σε συνέντευξη Τύπου στη Χάγη μακροσκελή γνωμοδότητη του ομότιμου καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστημίου Φρανκφούρτης Μίχαελ Μπότε, ο οποίος αντιστρέφει ακριβώς την επιχειρηματολογία της γερμανικής κυβέρνησης και υποστηρίζει ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης των κρατών περιλαμβάνει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, η οποία δικαιοσύνη και έχει το δικαίωμα να διαπιστώνει και περιπτώσεις στις οποίες κατ’ εξαίρεση δεν μπορεί μία χώρα να διεκδικήσει το προνόμιο της ετεροδικίας. Αλλωστε είναι ίδιον του εθιμικού δικαίου να διαπλάθεται και να εξελίσσεται μέσα από τις αποφάσεις των ανεξάρτητων δικαστηρίων.
Υπεροψία
Την απογοήτευσή τους για τη στάση της Γερμανίας εξέφρασαν σε μικρή διαδήλωση μπροστά στο Διεθνές Δικαστήριο Γερμανοί δικηγόροι και η υπόλοιπη ομάδα «Δίστομο» του Αμβούργου, μαζί με εκπροσώπους των οργανώσεων των θυμάτων από Ελλάδα και Ιταλία, που έκαναν λόγο για γερμανική υπεροψία και θράσος, που επιστρατεύθηκε μόνο και μόνο για να μην πληρώσει θύματα σήμερα η Γερμανία και μελλοντικά άλλοι που απεργάζονται σχέδια πολεμικών συρράξεων με εκατόμβες αθώων θυμάτων.