του Σπυρίδωνα Σφέτα,Βαλκανιολόγου
Η συγκρότηση της βαλκανικής συμμαχίας το 1912 ήταν αποτέλεσμα της επενέργειας πολλών παραγόντων που κατέστησαν εφικτή την προσέγγιση των βαλκανικών κρατών.
1) Η πολιτική του εκτουρκισμού των Νεοτούρκων εξανέμισε κάθε ελπίδα εξέλιξης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε ένα κοσμοπολίτικο κράτος.
2) Η άρση των αγγλικών επιφυλάξεων στο ενδεχόμενο της διάλυσης της Oθωμανικής Αυτοκρατορίας μετά την αγγλορωσική προσέγγιση του 1907.
3) Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον ιταλοτουρκικό πόλεμο (1911-12).
Η Ιταλία κατέλαβε την Τρίπολη και τη Βεγγάζη και στις 5 Νοεμβρίου 1911 προσάρτησε το Βιλαέτι της Τριπολίτιδας που τώρα μετονομάστηκε σε Λιβύη. Το Μάιο του 1912 η Ιταλία κατέλαβε και τα Δωδεκάνησα για να εξαναγκάσει την Υψηλή Πύλη να αποδεχτεί την προσάρτηση της Τριπολίτιδας και της Κυρηναϊκής. Στις 18 Οκτωβρίου 1912 στη Λωζάννη υπογράφτηκε η συνθήκη ειρήνης. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αναγνώρισε την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή ως ιταλικές κτήσεις έναντι αποζημίωσης 2.00000 ιταλικών λιρών. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν να αποσύρουν τα στρατεύματά τους: η Οθωμανική Αυτοκρατορία από την Τριπολίτιδα και την Κυρηναϊκή, η Ιταλία από τα Δωδεκάνησα. Αλλά μετά την έναρξη του Πρώτου Βαλκανικού Πολέμου η Ιταλία δε σεβάστηκε τη συνθήκη ειρήνης και συνέχισε την κατοχή των Δωδεκανήσων μέχρι το 1947.
4) Οι αλβανικές εξεγέρσεις το 1910-11 ήταν απόδειξη της ύπαρξης αλβανικού εθνικού κινήματος, ανταγωνιστικού προς τις διεκδικήσεις της Ελλάδας (Ηπειρος), της Σερβίας (Κόσοβο), του Μαυροβουνίου (Σκόδρας).
5) Η Ρωσία είχε ανακτήσει την επιρροή στη Σερβία και Βουλγαρία και μετά την ήττα της στο ρωσο-ϊαπωνικό πόλεμο (1904-1905) επέστρεψε στα Βαλκάνια. Προώθησε το σχέδιό της για διανομή της Μακεδονίας.
Υπό την επίδραση των παραγόντων αυτών τα βαλκανικά κράτη έθεσαν επί τάπητος το ζήτημα της λύσης του Ανατολικού Ζητήματος με πόλεμο. Από το 1911 είχαν αρχίσει οι μυστικές διαπραγματεύσεις μεταξύ της σερβικής κυβέρνησης του Μίλοβαν Μιλοβάνοβιτς και της βουλγαρικής του Ιβάν Γκέσωφ. Η ρωσόφιλη κυβέρνηση των Γκέσωφ-Ντάνεφ αποδέχτηκε επί της αρχής το ρωσικό σχέδιο για διανομή της Μακεδονίας με αντάλλαγμα την επιδίκαση στη Βουλγαρία του βιλαετίου της Αδριανουπόλεως. Το 1911 ήταν επίσης αισθητή μια ελληνοβουλγαρική προσέγγιση για την οποία εργάστηκε ο δημοσιογράφος των «Times» Τζέιμς Μπάουτσερ, φίλος του Βενιζέλου και του Γκέσωφ.
Μέχρι το 1908 όλες οι προσπάθειες μιας ελληνοβουλγαρικής προσέγγισης είχαν αποτύχει, αφού η Βουλγαρία δεν αποδεχόταν μια ελληνοβουλγαρική οροθετική γραμμή στη Μακεδονία, αλλά επέμενε στη λύση της αυτονομίας του ευρύτερου μακεδονικού χώρου ως μέσου προσάρτησης στη Βουλγαρία. Ωστόσο, ο Βενιζέλος είχε διαγνώσει την αλλαγή των δεδομένων στη βαλκανική σκηνή μετά την επανάσταση των Νεοτούρκων.
Η πολιτική εκτουρκισμού των Νεοτούρκων έθιγε όχι μόνο τους Πατριαρχικούς, αλλά και τους Εξαρχικούς στη Μακεδονία. Συνεπώς ούτε η Ελλάδα ούτε η Βουλγαρία ανέμεναν κάποια θετική εξέλιξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για την προώθηση των εθνικών τους συμφερόντων. Από την άλλη πλευρά, η σερβοβουλγαρική προσέγγιση, υπό ρωσική κηδεμονία, ενείχε τον κίνδυνο αποκλεισμού της Ελλάδας από μια πιθανή σερβοβουλγαρική συμμαχία. Αν η σερβοβουλγαρική προσέγγιση οδηγούσε σε έναν πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Ελλάδα θα βρισκόταν προ τετελεσμένου γεγονότος. Παρά το κλίμα δυσπιστίας μεταξύ Βουλγαρίας και Ελλάδας, ο Βενιζέλος εγκαινίασε μια πολιτική ελληνοβουλγαρικής προσέγγισης, ώστε η Ελλάδα να μη μείνει αμέτοχη στο νέο βαλκανικό γίγνεσθαι. Το 1911 ομάδα Βούλγαρων φοιτητών επισκέφθηκε την Αθήνα και ο διάδοχος Κωνσταντίνος B' παρέστη στις εορταστικές εκδηλώσεις στη Σόφια για την επέτειο της ενηλικίωσης του πρίγκιπα Βόριδος Γ'.
Μετά από μυστικές διαβουλεύσεις μεταξύ Γκέσωφ και Μιλοβάνοβιτς, τις οποίες κατηύθυναν οι Ρώσοι πρεσβευτές στη Σόφια και το Βελιγράδι, Νεκλιούντωφ και Χάρτβινγκ, υπογράφτηκε στις 12 Μαρτίου 1912 συνθήκη φιλίας και συμμαχίας μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας με ένα μυστικό παράρτημα. Η συνθήκη φιλίας και συμμαχίας προέβλεπε ότι οι δύο πλευρές εγγυόνταν την εδαφική τους ακεραιότητα και δεσμεύονταν σε αμοιβαία βοήθεια, αν μία απ’ αυτές δεχόταν επίθεση από τρίτο κράτος ή αν κάποια «μεγάλη δύναμη προσπαθήσει να προσαρτήσει ή να κατέχει ή προσωρινά να καταλάβει οποιοδήποτε τμήμα βαλκανικού εδάφους που σήμερα βρίσκεται υπό την τουρκική εξουσία». Η δύναμη αυτή ήταν η Αυστροουγγαρία. Το μυστικό παράρτημα προέβλεπε ότι, αν οι δύο πλευρές αποφασίσουν να κηρύξουν πόλεμο στην Τουρκία, θα ζητήσουν τη συγκατάθεση της Ρωσίας. Αν η τελευταία δεν αντιταχθεί, οι δύο πλευρές θα αρχίσουν τις πολεμικές δραστηριότητες.
Η συνθήκη προέβλεπε την ακόλουθη διανομή των εδαφών σε περίπτωση επιτυχούς πολέμου κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 1) Οι περιοχές ανατολικά της Ροδόπης και του Στρυμόνα επιδικάζονται στη Βουλγαρία, βόρεια και δυτικά του Σκάρδου στη Σερβία. 2) Η περιοχή ανάμεσα στο Σκάρδο και τη Ροδόπη, αν δεν καταστεί δυνατό να αποτελέσει μια αυτόνομη επαρχία, θα διανεμηθεί ως εξής: τα τμήματα νότια και ανατολικά της γραμμής Κρίβα Παλάνκα και της λίμνης της Αχρίδας αναγνωρίζονται ως σφαίρα επιρροής της Βουλγαρίας, το τμήμα μεταξύ της γραμμής αυτής και του Σκάρδου (Κουμάνοβο, Σκόπια, Τέτοβο, Γκόστιβαρ, Δίβρα) θα αποτελέσει μια «αμφισβητούμενη ζώνη» για την τύχη της οποίας ως διαιτητής ορίστηκε ο τσάρος. Η αυτονομία της Μακεδονίας, αν και δεν απορρίφθηκε τυπικά, στην ουσία εγκαταλείφθηκε. Η έκταση της Βουλγαρίας που θα προέκυπτε, αν η συμφωνία αυτή τηρούνταν, ουσιαστικά ήταν ισοδύναμη μ’ αυτή της Βουλγαρίας του Αγίου Στεφάνου, με τη διαφορά ένα μέρος της Μακεδονίας, που θα επιδικαζόταν στους Σέρβους, θα αντισταθμιζόταν από τη Θράκη. Η Βουλγαρία δεν είχε απαλλαγεί από το ηγεμονικό της σύνδρομο.
Το Μάιο του 1912 υπογράφτηκε και στρατιωτική σύμβαση μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας η οποία είχε αντιοθωμανική και αντιαυστριακή αιχμή, αμυντικό και επιθετικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση επίθεσης της Αυστροουγγαρίας εναντίον της Σερβίας, η Βουλγαρία ήταν υποχρεωμένη να βοηθήσει τη Σερβία με 200.000 στρατό. Σε περίπτωση επίθεσης της Ρουμανίας εναντίον της Βουλγαρίας, η Σερβία δεσμευόταν να βοηθήσει τη Βουλγαρία με 100.000 στρατό. Στη σύμβαση υπήρχε ειδική διάταξη που προέβλεπε τη συνεργασία μεταξύ των δύο επιτελείων κατά τον πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Στις 29 Μαΐου 1912 υπογράφτηκε ελληνοβουλγαρική συνθήκη που είχε αμυντικό χαρακτήρα. Προέβλεπε απλά αμοιβαία βοήθεια, αν ένα συμβεβλημένο μέρος δεχόταν επίθεση από την Τουρκία.
Αλλά σε περίπτωση ελληνοτουρκικού πολέμου λόγω της Κρήτης η Βουλγαρία θα τηρούσε ευμενή ουδετερότητα. Η συνθήκη δεν προέβλεπε τίποτα για διανομή της νοτίου ζώνης της Μακεδονίας. Ο Βενιζέλος δε γνώριζε το περιεχόμενο της σερβοβουλγαρικής συνθήκης και ο ίδιος αρνήθηκε να συζητήσει το εδαφικό, διότι προέβλεπε ότι σε τέτοια περίπτωση οι Βούλγαροι θα έθεταν ζήτημα Θεσσαλονίκης και έτσι η υπογραφή της συνθήκης συμμαχίας ίσως ήταν ανέφικτη. Μια ελληνοβουλγαρική εδαφική οριοθέτηση προϋπέθετε και την άρση του βουλγαρικού σχίσματος.
Πεποίθηση του Βενιζέλου ήταν ότι το εδαφικό θα λυνόταν με πόλεμο. Οι δύο πλευρές συμφώνησαν αόριστα ότι το εδαφικό θα καθοριζόταν ανάλογα με τη συνεισφορά της κάθε πλευράς στον πόλεμο. Ο Βενιζέλος είχε διαγνώσει ότι ο κύριος όγκος του βουλγαρικού στρατού θα κατευθυνόταν προς τη Θράκη και έτσι ο αξιόμαχος πλέον ελληνικός στρατός θα μπορούσε να διεισδύσει στη Νότιο Μακεδονία. Η Βουλγαρία υποτιμούσε το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού και υπολόγιζε κυρίως στη βοήθεια του στόλου. Σχετικά με τα εδαφικά κέρδη της Ελλάδας ο Γκέσωφ πίστευε ότι η Ελλάδα θα ικανοποιούνταν με την Κρήτη και ορισμένα νησιά του Αιγαίου.
Η Ρουμανία, σύμμαχος της Αυστροουγγαρίας και χώρα που δε διεκδικούσε οθωμανικά εδάφη, παρέμεινε εκτός της βαλκανικής συμμαχίας. Ωστόσο, πάγια θέση της ρουμανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ότι για τη Ρουμανία το Μακεδονικό Ζήτημα και το ζήτημα της Δοβρουτσάς ήταν άρρηκτα συνδεδεμένα. Με μια επέκταση της Βουλγαρίας στο νότο θα ανατρεπόταν η ενδοβαλκανική ισορροπία και για το λόγο αυτό η Ρουμανία θα έθετε ζήτημα νοτίου Δοβρουτσάς (σε βάρος της Βουλγαρίας). Το Μάρτιο του 1912 ο υπουργός Εξωτερικών της Ρουμανίας, Τίτο Μαγιορέσκου, δήλωσε στον επιτετραμμένο της Βουλγαρίας στο Βουκουρέστι ότι η Ρουμανία ήταν υπέρ της διατήρησης του status quo, αλλά, αν η Βουλγαρία κινηθεί προς το νότο, η Ρουμανία «με όλα τα μέσα θα ζητήσει βελτίωση του αφύσικου ορίου της Δοβρουτσάς με τη Βουλγαρία». Ο Γκέσωφ δεν έλαβε σοβαρά υπόψη τις ρουμανικές προειδοποιήσεις.
Για τη βαλκανική συμμαχία η ρωσική κυβέρνηση ενημέρωσε το Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ κατά την επίσκεψή του στην Πετρούπολη στις αρχές Αυγούστου 1912. Ο Πουανκαρέ χαρακτήρισε τη συμμαχία «εργαλείο πολέμου» και συμφώνησε με τον υπουργό Πολέμου της Ρωσίας, Σαζόνωφ, να αποτρέψουν μια πρόωρη έναρξη του βαλκανικού πολέμου. Γαλλία και Ρωσία φοβούνταν μήπως ο Βαλκανικός Πόλεμος αποτελέσει το προοίμιο ενός Παγκοσμίου Πολέμου με την εμπλοκή της Ρουμανίας και της Αυστροουγγαρίας, αν δηλαδή η Ρουμανία εξαπέλυε επίθεση εναντίον της Βουλγαρίας και η Αυστροουγγαρία εναντίον της Σερβίας. Η Ρωσία δεν ήταν ακόμη έτοιμη για έναν Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ο Πουανκαρέ υποσχέθηκε ότι η Γαλλία θα εμπλακεί στον πόλεμο, μόνο αν η Αυστροουγγαρία επιτεθεί στη Σερβία, η Ρωσία στηρίξει τη Σερβία και η Γερμανία επιτεθεί εναντίον της Ρωσίας. Η στάση της Γαλλίας ικανοποίησε τη Ρωσία, η οποία χρειαζόταν τη γαλλική βοήθεια σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης, υπολογίζοντας ότι με την Αυστροουγγαρία θα μπορούσε να αναμετρηθεί επιτυχώς.
Ωστόσο, η μεγάλη αλβανική εξέγερση του 1912 και τα αιτήματα των Αλβανών για αυτονομία των βιλαετίων Σκόδρας, Ιωαννίνων, Μοναστηρίου και Κοσόβου επέσπευσαν τις διπλωματικές και πολεμικές προπαρασκευές των βαλκανικών κρατών, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν ενθαρρυνθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις να αρχίσουν σύντομα τις επιχειρήσεις. Μετά την πτώση των Νεοτούρκων, τον Ιούλιο του 1912, και την άνοδο των Φιλελευθέρων στην εξουσία υπό τον αγγλόφιλο Κιαμήλ Πασά η αγγλική πολιτική διέκειτο ευμενώς προς το νέο καθεστώς. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Αυστροουγγαρίας, Μπέρτχολντ, πρότεινε τη διοικητική αποκέντρωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας...
Η Ρωσία, φοβούμενη την εξέλιξη του Βαλκανικού Πολέμου σε Παγκόσμιο, είχε τις επιφυλάξεις της για την πρόωρη έναρξη των επιχειρήσεων. Αλλά ήδη είχε διαμορφωθεί μια πολεμική ατμόσφαιρα. Με αφορμή μια βουλγαρική πρόκληση στις 14 Αυγούστου 1912, την έκρηξη δηλαδή μιας βόμβας στην αγορά της Κοτσάνης με θύματα δύο Τούρκους και έξι Βούλγαρους, οι οθωμανικές αρχές προέβησαν σε αντίποινα: εκτελέστηκαν 150 Βούλγαροι και τραυματίστηκαν πάνω από 250. Ακολούθησαν πολεμικά συλλαλητήρια στη Βουλγαρία για την προστασία των Βούλγαρων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά την είσοδο των Αλβανών στα Σκόπια στις 13 Αυγούστου 1912, τις φήμες για κάθοδό τους στη Θεσσαλονίκη και την ικανοποίηση κατά βάση του αλβανικού προγράμματος των 14 σημείων του Χασάν Πριστίνα από τη φιλελεύθερη κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης, τα περιθώρια αδράνειας των βαλκανικών κυβερνήσεων εξαντλήθηκαν. Ο αλβανικός παράγοντας ήταν μια νέα, μη προβλέψιμη παράμετρος. Μια ευνοϊκή συγκυρία για τα βαλκανικά κράτη ήταν το γεγονός ότι ο ιταλοτουρκικός πόλεμος δεν είχε λήξει ακόμα.
Ωστόσο, πολλά ζητήματα αναφύονταν. Τι θα συνέβαινε αν η Αυστροουγγαρία κήρυσσε πόλεμο κατά της Σερβίας, αν η Οθωμανική Αυτοκρατορία τελικά νικούσε τους Βαλκάνιους συμμάχους; Τα σχέδια των Οθωμανών προέβλεπαν συρρίκνωση των βαλκανικών κρατών, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις μόνο διπλωματική υποστήριξη θα μπορούσαν να παράσχουν σε περίπτωση ήττας των συμμάχων, η Αυστροουγγαρία δεν επιθυμούσε κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας, αλλά διοικητική αποκέντρωση των οθωμανικών βιλαετίων.
Τα βαλκανικά κράτη άρχισαν τις πολεμικές επιχειρήσεις με απρόβλεπτη τη στάση της Αυστροουγγαρίας και της Ρουμανίας, με αβέβαιη τη στρατιωτική βοήθεια της Ρωσίας, με παραγνώριση του αλβανικού παράγοντα και με την ανυπαρξία ελληνοβουλγαρικής συμφωνίας για το εδαφικό. Ετσι, η στρατιωτική νίκη επί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν προεξοφλούσε τη διατήρηση της βαλκανικής αλληλεγγύης. Η είσοδος του ελληνικού στρατού στη Θεσσαλονίκη δε σήμαινε αυτόματα και την ελληνική κατοχύρωση της πόλης. Εκτός από την αδιάφορη έως εχθρική αρχικά στάση του εβραϊκού στοιχείου και τη διείσδυση βουλγαρικού στρατού στην πόλη, η κατοχύρωση της Θεσσαλονίκης ήταν ανέφικτη χωρίς την ύπαρξη ενδοχώρας. Για το λόγο αυτό ο ελληνικός στρατός προσπαθούσε να κρατήσει θέσεις στο Παγγαίο, διεκδικώντας και τις Σέρρες. Για τη Θεσσαλονίκη διεξαγόταν ένας διπλωματικός ελληνοβουλγαρικός πόλεμος από το Δεκέμβριο του 1912 και ένας ακήρυκτος πραγματικός πόλεμος στο Παγγαίο και στη Νιγρίτα από τον Απρίλιο του 1913.
Με την ίδρυση αλβανικού κράτους, κατόπιν έντονου διπλωματικού παρασκηνίου της Αυστροουγγαρίας και της Ιταλίας, οι Σέρβοι αποχώρησαν από την Αδριατική και ζήτησαν την αναθεώρηση της σερβοβουλγαρικής συμφωνίας για το εδαφικό. Το εδαφικό ζήτημα λύθηκε στο πεδίο των μαχών κατά το Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο. Τα εχέγγυα των ελληνικών νικών ήταν το αξιόμαχο του ελληνικού στρατού και η πολιτική ιδιοφυΐα του Βενιζέλου. Το ελληνικό κράτος έπαιρνε την εκδίκηση για την ήττα του 1897 και η Αθήνα υποκαθιστούσε, έστω και προσωρινά, την Κωνσταντινούπολη ως κέντρο του ελληνισμού.
ΠΗΓΗ : ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ