|
Η δίκη των «Έξ» |
Ενενήντα, σχεδόν χρόνια μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και την αιματηρή κάθαρση της τραγωδίας με την εκτέλεση των «Εξ» υπευθύνων στο Γουδί, επανέρχεται στο προσκήνιο το ερώτημα: «Αν και πόσο ένοχοι ήταν οι εκτελεσθέντες»;
Παραλλήλως η ιστοριογραφία διερευνά: «Η απόφαση του Ελ. Βενιζέλου για την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη και η επέκταση της ελληνικής
κυριαρχίας στη Ιωνία υπήρξε λελογισμένη πολιτική πράξη»;Την απάντηση στο πρώτο ερώτημα την έδωσε στην πλέον δραματική στιγμή, λίγα λεπτά της ώρας πριν αρχίσει η «νεκρική πομπή» των «Εξ» μελλοθανάτων από τις φυλακές Αβέρωφ προς τον τόπο του μαρτυρίου, ο Γ. Μπαλτατζής, υπουργός των Εξωτερικών των κυβερνήσεων Δ. Γούναρη και Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, απευθυνόμενος προς τον γυναικάδελφό του, στρατηγό Σούτσο: «Σεις όταν θα ιδήτε τον Βασιλέα -τον Κωνσταντίνον εννοώ- νε ειπήτε εκ μέρους μας το ‘’Ave Caesar, morituri te salutant’’»! Το βροχηνό εκείνο πρωϊνό της 15/28 Νοεμβρίου 1922, ενώ η καθημαγμένη Ελλάδα περιμαζεύει τα ρακένδυτα υπολείμματα της άλλοτε υπερήφανης Στρατιάς της Μικράς Ασίας, οι εκατοντάδες χιλιάδες εξαθλιωμένοι Μικρασιάτες πρόσφυγες «συνωθούνται» -κατά την προσφιλή ορολογία των αναθεωρητών της Ελληνικής Ιστορίας- σε εκκλησίες, σχολεία, επιταγμένα από την Επανάσταση κτίρια, υπόστεγα και άλλους χώρους αναζητώντας λίγη ζεστασιά και η Δυτική Θράκη, απειλείται, οι υπεύθυνοι της τραγωδίας ένα βήμα προ του τάφου ομνύουν πίστη στον αρχηγό του καθεστώτος, τον εξόριστο Βασιλέα Κωνσταντίνο, υπαίτιο της ανείπωτης εθνικής καταστροφής! Όμως η εθνική Νέμεση έχει εκδώσει την ετυμηγορία της: «Η σωτηρία της Πατρίδας είναι ο υπέρτατος Νόμος». Σε αντίστιξη στο στρατηγείο του ο Αρχηγός της Επανάστασης, Νικόλαος Πλαστήρας, τη στιγμή που ο γραμματέας του Έκτακτου Δικαστηρίου Ι. Πεπονής, του προσκομίζει την καταδικαστική για τους «Εξ» απόφαση, προς επικύρωση από την Επανάσταση, συνταγμένη με όλους τους νομικούς τύπους, «Εν ονόματι του Βασιλέως των Ελλήνων…», έντιμος σ’ όλη του τη ζωή, δεν δέχεται να διαπράξει μία ιστορική λαθροχειρία να εμφανιστεί ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, να διατάζει τη θανάτωση των στυλοβατών του βασιλικού Καθεστώτος. Διαγράφει τη φράση και συμπληρώνει ιδιοχείρως: «Εν ονόματι της Επαναστάσεως…». ‘Εντεκα και 27 λεπτά 15/28 Νοεμβρίου 1922, με την τελευταία πιστολιά της χαριστικής βολής, επισφραγίζεται ο επίλογος της Μικρασιατικής Τραγωδίας στο Γουδί. Το δραματικό σκηνικό των Αθηνών, της Παλιάς Ελλάδας, η οποία δεν άντεξε να συμπορευθεί με τους οραματισμούς της Νέας Ελλάδας, που είχε ανατείλει με τους Βαλκανικούς Πολέμους και παρέμενε πεισματικώς προσκολλημένη στην επωδό, «Θέλομεν μικράν και έντιμον Ελλάδα», δεν διαγράφει μόνο ένα ακόμη επεισόδιο της ξενοκρατίας και της εξυπηρέτησης αλλότριων από τα εθνικά συμφερόντων αλλά και τα «πιστεύω» της ελίτ εκείνης, που το δωρικού ύφους ανακοινωθέν της Επανάστασης του ‘22 το απομεσήμερο της 15/28 Νοεμβρίου 1922, στιγματίζει: «Την 11ην και 30’ της σήμερον εις τον παρά το Γουδί χώρον εξετελέσθη εν πλήρει στρατιωτική τάξει η θανατική εκτέλεσις των εξ καταδικασθέντων υπό του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου υπευθύνων της Μικρασιατικής καταστροφής, ήτοι των απαρτισάντων το συμβούλιον των πέντε πολιτικών: Π. Πρωτοπαπαδάκη, Δ. Γούναρη, Ν. Στράτου, Γ. Μπαλτατζή και Ν. Θεοτόκη, και του αρχιστρατήγου της ήττης Γ. Χατζηανέστη. Της εκτελέσεως προγήθη στρατιωτική καθαίρεσις και θεία μετάληψις εις τα φυλακάς Αβέρωφ. Οι νεκροί μεταφερθέντες πάραυτα εις το Α’ Νεκροταφείον παρεδόθησαν εις τους οικείους τους προς ταφήν. Προ της εκτελέσεως οι κατάδικοι ερωτηθέντες περί της υστάτης θελήσεώς των ουδέν είπον».
ΜΕ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΟΝ ΕΒΡΟ Η δίκη και εκτέλεση των «‘Εξ» δεν είναι δυνατόν να απεμπλακεί από την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στον Έβρο και τον κίνδυνο που απειλούσε τη Δυτική Θράκη. Κινδύνευε άμεσα. Υπέρτατη ανάγκη υπέβαλε εκείνη τη στιγμή την ταχύτατη αναδιοργάνωση του διαλυμένου ελληνικού στρατού. Ο Νικόλαος Πλαστήρας και οι συνεργάτες του στην Επαναστατική Επιτροπή είχαν απόλυτη επίγνωση της κατάστασης και αναζήτησαν τον καταλληλότερο να φέρει σε πέρας αυτή την αποστολή: Τον Θεόδωρο Πάγκαλο. Τον επιτελάρχη της Στρατιάς της Μικράς Ασίας. Είναι αμφίβολο όμως, και παρά τις εγνωσμένες ικανότητες του στρατηγού, ότι θα επιτυγχανόταν το αποκληθέν «θαύμα του Έβρου», αν δεν είχε προηγηθεί η δίκη και η εκτέλεση των «Εξ», ώστε ο διαπραγματευτής της Ελλάδας στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες της Λωζάννης, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, να κάμψει τις τουρκικές υπερφίαλες αξιώσεις και να οδηγήσει τις συνομιλίες στη επωφελή για τη χώρα μας ομώνυμη συνθήκη. Παρατηρεί ο ιστορικός Γρ. Δαφνής, σε σχόλιό του για τις επιπτώσεις της εκτέλεσης των «Εξ» στις προσπάθειες του Θ. Πάγκαλου για την αναδιοργάνωση του στρατού. «Δεν προεκάλεσε (σ.σ: Η δίκη και εκτέλεση των «Εξ») μονάχα συγκίνησιν, θλίψι και ικανοποίησιν η εκτέλεσις, αλλά και πανικόν… Όλοι ετρόμαξαν. Αυτός ο τρόμος απεδείχθη σωτήριος. Συνετέλεσεν εις την πειθάρχησιν και του λαού και του στρατού…». Άλλωστε και ο ίδιος ο Πάγκαλος, μεταγενεστέρως θα συνδυάσει τη δίκη και την εκτέλεση των «Εξ» με τις προσπάθειές του στον Έβρο. «Δεν διέπραξαν (σ.σ. οι «Εξ») συνειδητήν προδοσίαν, ως κατηγορήθησαν, αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα της Ειμαρμένης, εις τον βωμόν της Πατρίδος κατά κρισίμους εκείνας στιγμάς…».
ΥΠΗΡΞΑΝ ΕΝΟΧΟΙ; Οκτώμιση δεκαετίες μετά την εκτέλεση των «Εξ», οι πολιτικές συνέπειες από την απόληξη αυτή της Μικρασιατικής Τραγωδίας, ταλανίζουν τον ελληνικό λαό, είτε με την νεκρανάσταση του αντιβενιζελισμού κατά τη Μεσοπολεμική περίοδο, που οδήγησε στο θάνατο τη Β’ Ελληνική Δημοκρατία, είτε με τη λανθάνουσα διαίρεση του λαού μέχρι και τις πρώτες μεταδικτατορικές γενιές. Είτε, τέλος, με τον αναθεωρητισμό σε συνδυασμό με τον απόηχο του Εμφυλίου, που επιχειρείται στο χώρο της Ιστορικής Επιστήμης, προσφάτως, υπό τη σκιά του εθνομηδενισμού στα πλαίσια των νέων τάσεων και ροπών, που δημιουργεί ο «κοσμοπολιτισμός» της Παγκοσμιοποίησης. Πάντως οι πρωταγωνιστές και της μίας και της άλλης πλευράς της εποχής εκείνης, συγκλίνουν στη διαπίστωση ότι «υπό την ηγεσία των επιφανών αυτών προσωπικοτήτων του αντιβενιζελικού χώρου, ο Ελληνισμός γνώρισε μία καταστροφή, πρωτοφανή σε έκταση και ιστορική βαρύτητα». Ποια η ευθύνη τους; Πρωταγωνιστές και δευτεραγωνιστές δίνουν τη δική τους θεώρηση για τον επίλογο της Μικρασιατικής Τραγωδίας, που γράφτηκε το βροχηνό απομεσήμερο της 15/28 Νοεμβρίου 1922 στο Γουδί. «Ο Αρχηγός της Επαναστάσεως του 1922, Ν. Πλαστήρας, ολίγους μήνας προ του θανάτου του, συγκεκριμένως, το βράδυ της 19ης Δεκεμβρίου 1952, απεδέχθη ολόκληρον την ευθύνην διά την εκτέλεσιν των Εξ. Όταν ηρωτήθη, διατί επωμίσθη το βάρος της εκτελέσεως αυτής, ενώ είχεν αντιδράσει κατά της καταδίκης εις θάνατον, έδωσεν την εξής απάντησιν: «Όταν με επσκέφθη ο τότε πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας Λίντλεϋ και μου εζήτησεν να ματαιωθεί η δίκη ή να πιέσω τους στρατοδίκας να εκδώσουν αθωωτικήν απόφασιν, του εδήλωσα ότι τίποτε από αυτά δεν ημπορούσα να κάμω. Του πρόσθεσα ότι θα περιμένω την απόφασιν του στρατοδικείου και θα την εξετέλουν οποιαδήποτε κι αν ήτο». Ο Πλαστήρας συνέχισε: «Ο Λίντλεϋ επέμενε να τον διαβεβαιώσω ότι δεν θα υπάρξει θανατική καταδίκη. Του ετόνισα: «Αν το Στρατοδικείον τους καταδικάση εις θάνατον, θα εκτελέσω την απόφασιν. Όπως και αν τους αθωώση, σας εγγυώμαι ότι κανείς δεν θα τολμήση να τους πειράξη. Το ίδιο σας εγγυώμαι ότι θα συμβεί και αν καταδικασθούν εις φυλάκισιν. Η απόφασις του Στρατοδικείου θα είναι απολύτως σεβαστή». (Γρ, Δαφνής: Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940». Εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» (β΄έκδοσις) 1974. Σελ. 10). Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (απόσπασμα του τότε πρωθυπουργού επιστολής προς τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη με ημερομηνία 3 Φεβρουαρίου 1929). «…Δύναμαι να βεβαιώσω υμάς με τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών αρχηγών της δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί ότι οι ηγέται της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920, διέπραξαν προδοσίαν κατά της πατρίδος ή ότι εν γνώσει ωδήγησαν τον τόπον εις την μικρασιατικήν καταστροφήν… Πιστεύομεν όμως ότι η ακολουθηθείσα μετά το 1920 πολιτική, εις την οποίαν παρέσυρεν αυτούς η πέραν του προσήκοντος μέτρου προσήλωσίς των εις την δυναστείαν, υπήρξεν ολεθρία δια τα συμφέροντα της χώρας…». Ο ιστορικός Γρηγόριος Δαφνής σημειώνει, πάντως στην προαναφερθείσα ιστορική μελέτη του (σελ.20) τα εξής περί της στάσης του Ελ. Βενιζέλου, ως προς την εκτέλεση των «Εξ»: «… Η ιστορική αλήθεια επιβάλλει να λεχθή, ότι ο Βενιζέλος δεν ήτο αντίθετος προς τας εκτελέσεις. Τούτο δεν προδίδει μόνον το περιεχόμενον του τηλεγραφήματος, που απέστελεν, βάσει των συστάσεων του λόρδου Κώρζον, αλλά και η δήλωσις που έκαμεν εις το στενόν του περιβάλλον: «Και πρόκειται να αναστηθούν, πάλιν πρέπει να εκτελεσθούν». Ο στρατηγός Αλέξανδρος Μαζαράκης–Αινιάν (στρατιωτικός σύμβουλος της ελληνικής αντιπροσωπείας υπό τον Ελευθέριο Βενιζέλο στις ελληνοτουρκικές συνομιλίες της Λωζάννης το 1923) -«Απομνημονεύματα». Εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ» 1948. «Εάν αποκλείση κανείς την δολίαν προαίρεσιν των καταδικασθέντων, θα εύρη ίσως υπερβολικά αυστηράν την τιμωρίαν. Αλλ’ αν αφ’ ετέρου σκεφθή ποίαν τρομακτικήν συμφορά έπληξε το ελληνικόν Έθνος, υλική και ηθική, το έρριψεν από την υπερήφανον και δοξασμένην θέσιν που είχεν δια των αγώνων του κερδίσει, εις θέσιν ηττημένου, ποίον ξερρίζωμα έγινε πληθυσμών οι οποίοι από ετών κατώκουν Μικράν Ασίαν και Θράκην, θα ζητήση ασφαλώς την τιμωρίαν εκείνων οι οποίοι ήσαν υπαίτιοι της καταστροφής αυτής. Και δεν είναι δυνατόν να υπάρξη αμφιβολία ότι υπεύθυνοι οι κυβερνώντες την Ελλάδα, οι εν γνώσει των συνεπειών, της εκπτώσεως δηλαδή από της συμμαχίας και του οικονομικού αποκλεισμού, ενεργήσαντες το δημοψήφισμα και την επάνοδον του βασιλέως, οι αποκρύψαντες από τον λαόν τας διακοινώσεις των δυνάμεων, οι χάριν της αναγνωρίσεως του βασιλέως ενεργήσαντες ασκόπους και αιματηράς επιχειρήσεις, οι αρνηθέντες πάσαν προταθείσαν συβιβαστικήν λύσιν δια της οποίας θα εσώζετο ασφαλώς η Θράκη και δεν θα εξερριζώνοντο οι Έλληνες της Μικράς Ασίας. Τι σημαίνει ότι δεν το έκαμαν εκ προθέσεως, αλλά τυφλωμένοι από το πάθος; Και ημπορούσε τέτοια καταστροφή να μείνε ατιμώρητος;». Ο Γιάννης Κορδάτος («Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας» τόμ. 5ος. Εκδόσεις «20ός Αιώνας» 1958. «Γεννιέται τώρα το ερώτημα: Ήταν δίκαιη η απόφαση; Οι βενιζελικοί απαντούν ναι. Αν και αργότερα ο Βενιζέλος και ο Πάγκαλος παραδέχτηκαν πως οι εκτελεσθέτες δεν ήταν προδότες. Η αμερόληπτη όμως ιστορία δίνει μία άλλη απάντηση: Έπρεπε στο σκαμνί του κατηγορούμενου να καθίσουν πολλοί. Έπρεπε να πέσουν όχι έξη κεφάλια , αλλά πάρα πολλά. Αντιβενιζελικοί και βενιζελικοί. Όλοι όσοι ήταν πειθήνια όργανα των Αγγλογάλλων. Η εκστρατεία της Μικρασίας δεν ήταν πόλεμος απελευθερωτικός. Έγινε κατ’ εντολήν της Αγγλίας για να εξυπηρετήσει τα αγγλικά αποικιακά συμφέροντα…».
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ; Η απόφαση του Ελευθερίου Βενιζέλου να αποβιβασθεί ελληνικός στρατός στη Σμύρνη μετά από εντολή και σύσταση των Συμμάχων τον Μάιο του 1919 στη Σμύρνη, ήταν μία «ιμπεριαλιστική ενέργεια» ή απέρρεε από την απειλή επιβίωσης του Μικρασιατικού Ελληνισμού, των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου, μετά τους οργανωμένους διωγμούς που έθεσε σ’ εφαρμογή των καθεστώς των Νεότουρκων ήδη από 1912 και εντάθηκαν κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου; Οι οπαδοί της θεωρίας της «Μικράς και εντίμου Ελλάδος» και η αντίστοιχη ιστοριογραφική σχολή, παραβλέπουν το γεγονός της μεθοδικής εξόντωσης των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ειδικότερα του ελληνικού στοιχείου, στα πλαίσια του εκτουρκισμού της αυτοκρατορίας που ακολουθούσε το καθεστώς των Νεότουρκων κάτω από γερμανική καθοδήγηση και υπό το πρόσχημα «ασφαλείας» των παραλίων Μικράς Ασίας, Ανατολικής Θράκης και Πόντου. Οι διωγμοί τους ελληνικού στοιχείου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη μεθοδολογία των «ταγμάτων εργασίας» και της βίαιης μεταφοράς του στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, εξισούται με την αντίστοιχη Γενοκτονία των Αρμενίων. Η ελληνική πολιτική ηγεσία υπό την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου, αντιμετώπιζε το δίλημμα: να αφήσει απροστάτευτους του ελληνικούς πληθυσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην εξοντωτική μανία των Νεότουρκων ή να τους καλέσει να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες και να καταφύγουν πρόσφυγες στην Ελλάδα; Ενώπιον του δραματικού αυτού διλήμματος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επέλεξε τη λύση της εντόπιας προστασίας του ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Ουδέτεροι παρατηρητές όπως ο Άλαστος, πρέσβης των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, Μοργκεντάου, ο πρόξενος της ίδιας χώρας στη Σμύρνη, Τζορτζ Χόρτων, κ.ά. σημειώνουν: Η Ελλάδα -νικήτρια χώρα- έπρεπε είτε να αφεθεί να παρατηρεί παθητικά την εκδίωξη και εξόντωση των Ελλήνων στη Μικρά Ασία από τους εθνικιστές Νεότουρκους είτε να αναλάβει την απαιτούμενη δράση που θα εγγυόταν την ειρηνική τους ύπαρξη -τουλάχιστον τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης. Ο Βενιζέλος αποφάσισε το δεύτερο. Καμία άλλη λύση δεν ήταν εφικτή εκτός από την κατάληψη, εφόσον το Ανώτατο Συμβούλιο των Συμμάχων δεν σκόπευε να θέσει τη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη και άλλες περιοχές με μικτούς πληθυσμούς υπό τη διοίκηση της Κοινωνίας των Εθνών, με ύπατους αρμοστές από ουδέτερες χώρες.
Ο καθηγητής και Ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος, από τους σημαντικότερους μελετητές της προσωπικότητας του Ελευθερίου Βενιζέλου στην πρόσφατη μελέτη του, «Η απόφαση για την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στη Μικρά Ασία». Έκδοση, «Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ” – “ΙΚΑΡΟΣ-Εκδοτική Εταιρία». Αθήνα 2009., σημειώνει ότι είναι δύσκολο να αποσυμπλεχθεί η απόφαση της απόβασης του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη από την ανθρωπιστική διάσταση προστασίας των ελληνικών πληθυσμών της περιοχής από την εξοντωτική μανία των Νεότουρκων. Κατά τον ίδιο ιστορικό παραμένει αδιαμφισβήτητο ότι η πτώση του Βενιζέλου τον Νοέμβριο του 1920, ανέτρεψε όλα τα δεδομένα. Οι αντίπαλοί του χωρίς το διεθνές κύρος του Κρήτα πολιτικού, τις ικανότητές του, ανέλαβαν την συνέχιση της πολιτικής του στην οποία δεν πίστευαν και για την οποία ήσαν εντελώς απροετοίμαστοι. Παράλληλα οι διάδοχοι του Βενιζέλου, λόγω της φιλογερμανικής στάσης τους και την άνευ όρων προσήλωσή τους στον βασιλιά Κωνσταντίνο, συγκέντρωναν την εχθρότητα των πολιτικών ηγεσιών των Συμμάχων και της διεθνούς κοινής γνώμης. Τα δεδομένα αυτά απελευθέρωσαν τις δυνάμεις της Δύσης που είχαν αποδεχθεί τη μικρασιατική πολιτική του ηγέτη των Φιλελευθέρων και τους έδωσε την ελευθερία κινήσεων και επιλογών που δεν μπορούσαν να αναπτύξουν όσο ο Βενιζέλος ήταν στην εξουσία. Είναι ενδεικτική στο σημείο αυτό η μαρτυρία του Ουίνστον Τσώρτσιλ :«Θα ήταν παράλογο να ζητήσουμε από την Βρετανική και τη Γαλλική Δημοκρατία να κάνουν θυσίες για έναν λαό του οποίου το πραγματικό πνεύμα είχε φανεί με την επιλογή ενός τέτοιου άνδρα. Γι΄αυτό, η επιστροφή του Κωνσταντίνου διέλυσε κάθε πίστη των Συμμάχων στην Ελλάδα και ακύρωσε όλες τις νόμιμες υποχρεώσεις…».
|