Ο θεός αγαπάει το χαβιάρι. Με αυτόν τον τίτλο ο Ιωάννης Σμαραγδής, σκηνοθέτης της ταινίας "Ελ Γκρέκο", κάνει τη δεύτερη απόπειρα του να δημιουργήσει μια πολυδάπανη ταινία με πρωταγωνιστή την εμβληματική φιγούρα του Ιωάννη Βαρβάκη. Οι κριτικές που απέσπασε είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία αρνητικές. Η ιστορία του ανθρώπου που πλούτισε από το εμπόριο χαβιάρι σε ολόκληρη την Ευρώπη, του ανθρώπου που δρούσε ως πειρατής στις θάλασσες του Αιγαίου είναι αναμφισβήτητα συναρπαστική. Ποιος λοιπόν ήταν ο πραγματικός Βαρβάκης, ο άνθρωπος που κατάφερε ολόκληρη Ρωσία να πίνει νερό στο όνομα του;
Σ’ενα μικρό νησί δίπλα από τη Χίο, γεννήθηκε ο γιος του Ανδρέα Λεοντίδη και της Μαρίας Μάρου, Ιωάννης Λεοντής. Η ημερομηνία γέννησής του δεν είναι πλήρως εξακριβωμένη αλλά οι ιστορικοί θέτουν ως πιθανότερη την 24η Ιουνίου 1745. "Στο νησί που ονομάζεται Ψαρά -γράφουν οι ιστορικές πηγές- κατοικεί ένα είδος γερακιού ονόματι Ιέραξ ο οξύπτερος. Οι κάτοικοι όμως αποκαλούν το αρπακτικό πουλί βαρβάκι. Όταν ο Ιωάννης ήταν μικρός, οι φίλοι του συνηθίζουν να τον αποκαλούν έτσι εξαιτίας των μεγάλων ματιών του και της ορμητικότητας του χαρακτήρα του. Φαίνεται πως αυτό το παρατσούκλι του άρεσε πολύ και έτσι από Λεοντής μετατράπηκε σε Ιωάνης Βαρβάκης.
Ένας πειρατής γεννιέται
Σαν αυθεντικός νησιώτης της εποχής, σε ηλικία των 15 ετών ξεκινάει η ασχολία του με τη ναυτική ζωή ως ακόλουθος στον καράβι του πατέρα του. Έπειτα από δύο χρόνια αποκτά τη δικό του γαλιότα την οποία ονομάζει "Άγιος Ανδρέας". Αρχικά ασχολείται με το εμπόριο όμως έπειτα αρχίζει η δράση του ως πειρατής, κουρσεύοντας τούρκικα πλοία μαζί με τον αδερφό του Γεώργιο. Το πλοίο του διέθετε πυροβόλα και το πλήρωμα ήταν εξοπλισμένο με πολεμοφόδια.
Την περίοδο του ρωσοτουρκικού πολέμου και με τη βοήθεια των Ρωσων, ξεκινάει η εξέγερσή των Ελλήνων της Πελοποννήσου, των νησιών του Αιγαίου και των δυτικών ακτών της Μικράς Ασίας. Η επιχείρηση αυτή έμεινε γνωστή ως Ορλωφικά. Ο Ιωάννης Βαρβάκης με την παρότρυνση του πατέρα του ξοδεύει όλη του την περιουσία για να μετατρέψει τη γαλιότα σε πολεμικό πλοίο με 29 κανόνια. Εντάσσει το πλοίο του στη ρώσικη δύναμη μετά από συνάντησή του με τον αντιναύαρχο Αλέξιο Ορλώφ για να πέσει στη μάχη εναντίον των Τούρκων. Τη νύχτα της 26ης Ιουνίου 1770 ο Βαρβάκης με τον τίτλο του υποπλοίαρχου του ρώσικου ναυτικού, παίζει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ναυμαχίας του Τσεμσέ. Εκεί αναδεικνύεται ήρωας μιας και δέ διστάζει να κάψει το πλοίο του προκειμένου να επιτύχει την καταστροφή της τούρκικης αρμάδας.
Ταξίδι στη Ρωσία
Με τη λήξη του ρωσοτουρικού πολέμου, την ήττα των Τούρκων και την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, ο Βαρβάκης βρίσκεται απένταρος μιας και προσπαθεί να πουλήσει το πλοίο του στην Κωνσταντινούπολη. Δεν τα καταφέρνει μιας και το περιβάλλον εκεί είναι αφιλοξενο γι’αυτόν και οι τούρκικες αρχές προχωρούν σε κατάσχεσή του. Στην κακή οικονομική κατάσταση που βρίσκεται έχοντας χάσει τα πάντα, αναγκάζεται να στραφεί στη βοήθεια της Ρωσίας και ξεκινά το μακρύ ταξίδι προς των Αγία Πετρούπολη για να συναντηθεί με την Μεγάλη Αικατερίνη και να ζητήσει τη βοήθειά της. Ο εραστής της τσαρίνας και γνωστός του Βαρβάκη, Πότεμκιν, μεσολαβεί και κανονίζει τη συνάντηση. Παρά τις προσδοκίες του η Αικατερίνη φαίνεται ιδιαίτερα γενναιόδωρη προς το πρόσωπό του αναγνωρίζοντας τη βοήθεια που είχε προσφέρει. Του δίνει προνομιακή αφορολόγητη άδεια αλιείας στην Κασπία Θάλασσα και αμοιβή 10.000 χρυσά ρούβλια. Ο Ιβάν Αντρέγεβιτς Βαρβάτσι γίνεται πλέον ρώσος πολίτης.
To χαβιάρι στη ζωή του Βαρβάκη
Έχοντας τα χρήματα ανα χείρας μεταβαίνει στο Αστραχάν όπου και ξεκινάει μια επιχείρηση αλιείας. Γρήγορα καταφέρνει να κάνει ξανά περιουσία ψαρεύοντας οξύρρυγχους, λευκούς σολωμούς και άλλα ψάρια. Ανακαλύπτει το χαβιάρι σε ένα από τα θαλάσσινά ταξίδια του και συνειδητοποιεί το κέρδος που θα τους προσέφερε η εξαγωγή αυτού του ακριβού ψαριού. Πολύ γρήγορα αποκτά περισσότερους από 3.000 εργαζόμενους και μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο την περιουσία του.
Φιλανθρωπικό έργο
Έχοντας στο μυαλό του τη γενναιοδωρία της Ρωσίας, παραχωρεί μεγάλο μέρος της περιουσίας του για κοινωφελή έργα στην περιοχή του όπως, νοσοκομεία, διώρυγες, γέφυρες και χάριζει τα χρήματα για την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό. Για τις υπηρεσίες του παρασημοφορείται με τον τίτλο ευγενείας από τον Τσάρο Αλέξανδρο Α’ και παίρνει το επίθετο Κομνηνός Βαρβάκης. Το 1812 μετακόμιζει στην πόλη Ταγκαρόγκ (Ταϊγάνι), όπου ανθούσε μια μεγάλη ελληνική κοινότητα. Διαθέτει 600.000 ρούβλια για την ανέγερση του μοναστηριού, όπου εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία για τον τσάρο Αλέξανδρο Α’.
Εκτός από τη φιλανθρωπική του δράση στη Ρωσία ο Ιωάννης Βαρβάκης προσφέρει πάρα πολλά και στον απελευθερωτικό αγώνα της Ελλάδας. Εξοπλίζει τους στρατιώτες του Αλέξανδρου Υψηλάντη και εξαγοράζει την ελευθερία πολλών Ελλήνων αιχμαλωτών. Παρά το δουλεμπόριο που επικρατούσε στη Ρωσία εκείνη την εποχή, ο ίδιος δε δεχόταν να έχει κανένα σκλάβο στην κατοχή του.
Στη διαθήκη του κληροδοτεί 1.000.000 ρούβλια για την ίδρυση του Βαρβάκεου Λυκείου και με δική του δωρεά κατασκεύαζεται στο κέντρο της πρωτεύουσας η κλειστή αγορά της Αθήνας, η σημερινή Βαρβάκειος Αγορά. Μεγάλο μέρος της περιουσίας του το αφήνει στο ελληνικό δημόσιο για κοινωφελή έργα.
Μετά την καταστροφή των Ψαρών στο ολοκάυτωμα της Ολόμαυρης Ράχης του 1824,ο Βαρβάκης επιστρέφει στην Ελλάδα και εγκαθίσταται στη Ζάκυνθο όπου και παραμένει μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 10 Ιανουαρίου 1825. Για το μεγάλο έργο του και τις αμέτρητες αγαθοεργίες του στη Ρωσία του απονεμήθηκε το αυτοκρατορικό δίπλωμα και οικόσημο ως ισόβιος και κληρονομικός τίτλος ευγενείας.
Ο θεός αγαπάει το Χαβιάρι;
Η ταινιά του Ιωάννη Σμαραγδή που πραγματεύεται στο βίο του Ιωάννη Βαρβάκη έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα της στις 6 Σεπτεμβρίου στο διεθνές κινηματογραφικό φεστιβάλ του Τορόντο.
Η ταινία με το γερμανό ηθοποιό Σεμπάστιαν Κοχ στο ρόλο του Βαρβάκη ακολουθεί τη ζωή του ευεργέτη από την εποχή που υπήρξε πειρατής στα νερά του Αιγαίου μέχρι και το θάνατό του, το 1825. Σύμφωνα με κριτικές ο σκηνοθέτης δεν μπόρεσε να αποτυπώσει τη σημαντική πορεία της ζωής της εμβληματικής και συναρπαστικής φιγούρας του Βαρβάκη. Μέσα από μεγαλεπίβολες σκηνές άφησε μια ανεκπλήρωτη αίσθηση στους θεατές, καταστρέφοντας της αφηγηματική ροή αφού προσπάθησε να πει πολλά χωρίς να καταφέρει εν τέλει να πει τίποτα.
OXI ALLO KAPBOYNO
ΠΗΓΗ : ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ